Ενα online Μυθιστόρημα, Νίκος Χατζόπουλος

Ενα online Μυθιστόρημα, Νίκος Χατζόπουλος.

Το παρόν μυθιστόρημα απευθύνεται σε ενηλίκους και απαγορεύεται η ανάγνωση του σε άτομα κάτω των 18 ετών.

Ως μυθιστόρημα:

1) Κάθε πρόσωπο και συμβάν είναι στη σφαίρα της φαντασίας και κάθε σχέση με πραγματικά πρόσωπα και συμβάντα είναι συμπτωματική.

2) Ότι γράφεται εντός ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας και δεν πρέπει να λαμβάνεται ως γεγονός , συμβουλή,παραίνεση (κτλ.)

της πραγματικότητας .

3) Απαγορεύεται:

α) η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του κείμενου χωρίς την απαραίτητη αναφορά στο όνομα του συγγραφέα.

β) η χρησιμοποίηση μερών ή ολόκληρου του κείμενου για εμπορικούς ή διαφημιστικούς σκοπούς.


Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

1) Ο Παππούς


Ήρθε η σειρά μου. Πλησίασα και του φίλησα το μέτωπο. Η μύτη του ξεχώριζε πάνω στο πρόσωπο, άσπρη με κόκκινα στίγματα. Τα χείλη του είχαν χάσει το χρώμα τους, χαλαρωμένα και αδύναμα χωρίς μυς να τα συγκρατούν. Τα μάγουλα ήταν ρουφηγμένα σαν ξεφούσκωτη μπάλα και σχεδόν καλυμμένα από τα γαρύφαλλα. Του είχαν φορέσει ένα μαύρο κοστούμι που ίσα-ίσα φαινόταν ανάμεσα από τα γαρυφαλλοπέταλα. Στο στήθος του ξεφύτρωναν, σαν μέσα από τη εύφορη γη, οι καρποί των χεριών του και διασταύρωναν μεταξύ τους. Του είχαν κουμπώσει μέχρι πάνω ένα λευκό πουκάμισο που πίεζε το γερασμένο του λαιμό δημιουργώντας μικρές ζάρες δέρματος. Ποτέ δεν τον είχα δει με κουμπωμένο πουκάμισο ως πάνω. Οι συγγενείς παρακολουθούσαν τις κινήσεις μου- οι συγγενείς πάντα παρακολουθούν- αυτός είναι ο κυρίως σκοπός τους.
Έκανα το σταυρό μου όπως είχα είδα να κάνουν όλοι πριν από μένα. Πισωπάτησα και πήγα στη θέση μου. Ο θείος μου με χτύπησε επιτιμητικά στη πλάτη. «Πάω λίγο έξω», ψιθύρισα στη μάνα μου. Έσφιξε ένα μαντίλι στο πηγούνι της και μου έκανε ένα καταφατικό νόημα . Περπάτησα κάτω από τον μεγάλο πολυέλαιο που το συγκρατούσε το θολωτό ταβάνι με την αναπαράσταση του Ιησού. Αν είχα μπροστά μου ένα τραμπολίνο θα πηδούσα πάνω του, αυτό θα με εκσφενδόνιζε τόσο ψηλά που με την άκρη των δαχτύλων μου θα ακουμπούσα ίσα ίσα τον θόλο.
Στα ξύλινα καθίσματα είχε γιαγιάδες και παππούδες από τις γύρω εργατικές κατοικίες. Σε όλο το ιερό αναδευόταν μια μυρωδιά λιβανιού, ηλικιωμένων αναπνοών και καμένων κεριών. Το φως του ήλιου έγλυφε τα πρόσωπα των πενθούντων αλλοιωμένο από τα βιτρό στα παράθυρα. Πέρασα δίπλα από το σόι του παππού και βγήκα έξω.
Η περιποιημένη αυλή της εκκλησίας ήταν τσιμεντοστρωμένη και στις άκρες της είχε ένα παρτέρι με νεαρά λιγνά δεντράκια αραδιασμένα από εδώ κι από εκεί. Στον ουρανό δεν ταξίδευε ούτε ένα παραμικρό σύννεφο.
Κάθισα σε ένα πεζούλι δίπλα σε ένα ηλικιωμένο κύριο που κάπνιζε. Συναντήθηκαν τα βλέμματα μας. Φάνηκε να με γνώρισε. Εγώ όχι. «Συλλυπητήρια» μου είπε. Τον ευχαρίστησα.
Έβγαλα να στρίψω κι εγώ ένα τσιγάρο. Αν και το καλοκαίρι είχε φύγει ημερολογιακά μόλις πριν λίγες μέρες, είχε μια ψυχρούλα στην ατμόσφαιρα. Άπλωσα τα πόδια μου μπροστά. Τα καφέ παπούτσια έδειχναν ολοκαίνουργια παρότι τα είχα τρία χρόνια. Τα φορούσα μόνο σε γάμους και κηδείες και σε αυτή την ηλικία που πλησιάζεις τα τριάντα, όλο γάμοι και κηδείες σε πετυχαίνουν. Είτε από συγγενείς που μεγαλώνουν και έφτασε η ώρα τους, είτε από φίλους που μεγαλώνουν και έφτασε η ώρα τους να παντρευτούν.
Ξανακοιτάχτηκα με το κύριο δίπλα. Στο μέτωπο του σχηματιζόταν δυο βαθιές διαγώνιες ρυτίδες που άνοιγαν μέχρι ψηλά εκεί που θα συνήθιζαν να είναι τα μαλλιά του παλιότερα. Φορούσε ένα πολυκαιρισμένο γκρι παντελόνι και ένα άσπρο διάφανο πουκάμισο που άφηνε να φαίνεται από μέσα το τιραντένιο φανελάκι του. Ο γιακάς είχε δεμένη πάνω του μια παλιομοδίτικη λεπτή, μαύρη γραβάτα. Το σακάκι του το είχε αφημένο πάνω στην αγκαλιά του. Του χαμογέλασα, με ζύγισε με τα θολά μάτια του.
«Ήταν καλός άνθρωπος ο πάππους σου ο Τάταρος», μου είπε τελικά.
Την άκουσα κι άλλη φορά αυτή τη λέξη σήμερα. Την έπιασε το αυτί μου καθώς περνούσα δίπλα από ένα πηγαδάκι φίλων του παππού. Δεν είχα ιδέα ότι τον φώναζαν Τάταρο. Μου φάνηκε παράξενο που ενώ είχα περάσει ατελείωτες ώρες με τον παππού να τρώμε, να πίνουμε, να συζητάμε και να μου λέει ιστορίες, ποτέ δεν είχα μάθει ότι είχε παρατσούκλι.
«Ήσασταν φίλοι;» ρώτησα.
«Ναι. Συμπαίκτες. Αλλά και φίλοι. Να κοίτα, έχει στείλει και στεφάνι η ομάδα». Σήκωσε το χέρι και μου έδειξε δίπλα στη πόρτα της εκκλησίας ένα ψηλό στεφάνι με γαρίφαλα.
«Παίζαμε Άλφα κατηγορία τότε . Εσύ τι ομάδα είσαι;»
«Δεν ασχολούμαι και πολύ με το ποδόσφαιρο», απάντησα, και μου έριξε ένα ερευνητικό βλέμμα.
«Εντάξει δε πειράζει», είπε και έβγαλε τα άντερα του τσιγάρο στο τσιμέντο, με το μοκασίνι του .
«Γιατί τον λέγαν Τάταρο;» Πρόλαβα να τον ρωτήσω καθώς κατεύθυνε τις παλάμες του στα γόνατα για να σηκωθεί. Χαμογέλασε κάτω από το ρεμπέτικο μουστακάκι του και ξανακάθισε. Κοίταξε πάνω αριστερά προς το καμπαναριό με παρατεταμένο χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που το αποκτάς μόνο με την σύγκρουση από 80 χρόνια αναμνήσεις.
«Γιατί ε; Γιατί έδερνε! Πόσες φορές είχε ανέβει στις κερκίδες των αντιπάλων και έδερνε τους οπαδούς της άλλης ομάδας. Έδερνε τους παίχτες , τους διαιτητές τους παράγοντες μέχρι και τους συμπαίχτες του έδερνε. Ήταν παλικάρι».
Του ανταπέδωσα το χαμόγελο.
«Ήταν παλικάρι», ξαναείπε, σηκώθηκε από το πεζουλάκι και πέρασε κάτω από την πόρτα της εκκλησιάς με αργά γεροντικά βήματα. Μου ήρθε μια όρεξη να κλάψω. Δεν το κάνα. Σε αυτήν την ηλικία που πλησιάζεις τα τριάντα έχεις μάθει ότι δε μπορείς να κλαις όποτε σου γουστάρει.

Διαγώνια ανάμεσα από τις πολυκατοικίες μπορούσα να διακρίνω ένα κομμάτι από το κήπο του σπιτιού του παππού. Δεν ήταν κανονικός παππούς εξ αίματος. Ήταν ο δεύτερος άντρας της γιαγιάς μου. Εγώ όμως αυτόν γνώρισα για παππού και ο πατέρας μου για πάτερα. Ο πατέρας μου τον φώναζε και τον ένιωθε μπαμπά κι εγώ τον φώναζα και τον ένιωθα παππού.
Ήταν ωραίος τύπος. Ποτέ δεν είχε σταθερή δουλειά. Πότε δούλευε ναυτικός, πότε λιμενεργάτης, μετά σε βουλκανιζατέρ και αποθηκάριος. Όταν πήγαινα στο σπίτι της γιαγιάς να με κρατήσουν για μερικές μέρες τον θυμάμαι να έρχεται καμαρωτός από τη δουλειά. Φορούσε μόνιμα κοντομάνικο μπλουζάκι χειμώνα-καλοκαίρι και πάντα πάνω στο κεφάλι του έγερνε ελαφρά ένα μάλλινο μπλε ναυτικό καπέλο με κίτρινο σιρίτι στο γείσο. Το μεσημέρι, η γιαγιά του ετοίμαζε μεζέ με διάφορα αγγουράκια, ντομάτα, ελιές, ούζο και ψάρι. Ότι ψάρι τύχαινε, αλλά δεν καθόταν στο τραπέζι αν δεν υπήρχε ψάρι. Κατέβαζε ένα κατοσταράκι ούζο και μετά ξάπλωνε για ύπνο. Το απόγευμα ξυπνούσε, έφτιαχνε ένα ελληνικό καφέ και καθόταν στη αυλή να κοιτάει τον κόσμο που περνάει.
Η πραγματική και αγαπημένη του ιδιότητα, ήταν ψαράς. Είχε μια ξύλινα βάρκα γύρω στα 4-5 μέτρα με πετρελαιομηχανή. Τις καλοκαιρινές Κυριακές με έπαιρνε και πηγαίναμε βόλτα με τη βάρκα. Φτάναμε στη μαρίνα που βρισκόταν στην άκρη της πόλης λίγη ώρα μετά το χάραμα. Εγώ έτρεχα πρώτος για να γνωρίσω τη βάρκα που τραμπαλουσε ανάμεσα σε δεκάδες άλλες στα μολυβένια πρωινά κύματα. Μόλις την έβρισκα φώναζα: «Εδώ παππού. Εδώ είναι η βάρκα μας. Τη βρήκα!» Τραβούσε το σκοινί με τα δυνατά του χέρια και η βάρκα κυλούσε αργά στο νερό προς το μέρος μας. Έκανε ένα σάλτο σαν ακροβάτης πάνω στο σκοινί και ύστερα πηδούσε με σβελτάδα στη κοιλιά της βάρκας. Με σήκωνε από τις μασχάλες πάνω από τη μαρίνα και με έβαζε κι εμένα μέσα. Μετά ξεκλείδωνε ένα ντουλαπάκι με διάφορα εργαλεία, έβγαζε μια μανιβέλα την έσφιγγε σε μια υποδοχή της μηχανής, την πίεζε απότομα προς τα κάτω κι η μηχανή έπαιρνε μπρος. Εγώ καθόμουν στη κουπαστή να κοιτάω τα τελευταία σπίτια της πόλης και αυτός στη πρύμνη με σηκωμένο το πηγούνι. Κρατούσε από μια ανάγλυφη λαβή το ξύλινο τιμόνι που βυθιζόταν στο πίσω μέρος της βάρκας και έσκιζε τη θάλασσα. Μας χτυπούσε ο αλατισμένος αέρας και η πετρελαιομηχανή έκανε ένα δυνατό υπόκωφο θόρυβο σαν παλιό μοτοσακό. Τούπου-τούπου, τούπου- τούπου, τούπου- τούπου.
Μου φώναζε:
«Ε Καπετάνιο! Όλα καλά εκεί μπροστά!» Εγώ έβαζα το χέρι στο μέτωπο, μισό για να χαιρετίσω ναυτικά, και μισό για να κρύψω τον ήλιο.
«Όλα καλά!»
Πηγαίναμε σε κάτι ρηχά νερά κοντά στα βράχια. Σηκωνόταν ορθός όπως ήταν και πανύψηλος, στερέωνε τις πατούσες του στη δυο μεριές της βάρκας και έπιανε στα χέρια του ένα μακρύ καμάκι πάνω από 2 μέτρα. Αγρίευε το ηλιοκαμένο του πρόσωπο, σημάδευε , πεταγόταν οι φλέβες στους πήχες του και εκσφενδόνιζε με δύναμη το καμάκι μέσα στη θάλασσα. Στις μισές ριξιές θα χτυπούσε και από μια σουπιά. Τις ξαγκίστρωνε προσεχτικά από τα δόντια του καμακιού, μου τις έδινε και τις έριχνα σε έναν πλαστικό κουβά που μπλάβιζε από το μελάνι. Όταν πηγαίναμε σπίτι βαστούσα εγώ τον κουβά και τον έδειχνα με περηφάνια στη γιαγιά. «Πρόσεχε μη στάξουν» μου έλεγε αυτή. Τις πλέναμε στο μεγάλο πέτρινο νιπτήρα της κουζίνας και με ένα κοφτερό μαχαίρι που όλο και μίκραινε κάθε χρόνο από το λιμάρισμα, αφαιρούσε ο πάππους με μαεστρία το μεσοκόκκαλο και το νύχι τους. Τις κόβαμε μικρές φέτες και τις ρίχναμε στη σάλτσα ντομάτα που έβραζε στο σαγανάκι της γκαζοκουζίνας μαζί με κομματιασμένη φέτα, σκόρδο και καυτερή πιπέρια. Ύστερα έστρωνε η γιαγιά το τραπέζι και ο παππούς έπαιρνε ένα μικρό ποτήρι σαν το δικό του, μου έβαζε νερό και μερικές σταγόνες ούζο ίσα να θολώσει. Κόβαμε από μια βούκα ψωμί και βουτούσαμε στη σάλτσα προσπαθώντας να κόψουμε συνάμα και κανένα μέρος από τη σουπιά με το δάχτυλο κρυμμένο στη ψίχα, δοκιμάζαμε, ανοίγαμε διάπλατα τα μάτια, τσουγκρίζαμε τα ποτήρια και πίναμε από μια γουλιά.

Η γιαγιά μου πέθανε πριν από 4 μήνες. Ο παππούς έμεινε μόνος του. Στη κηδεία της γιαγιάς καθώς συνοδεύαμε τη νεκροφόρα και περπατούσαμε δίπλα- δίπλα, άπλωσε το μακρύ του χέρι και με έπιασε με δύναμη από τον αντίθετο ώμο. Ακόμα και στα γεράματα ήταν ψήλος και γεροδεμένος.
«Άκου. Δε θα αντέξω πολύ ακόμη χωρίς τη γιαγιά. Να το ξέρεις. Το σπίτι θα το γράψω σε σένα. Θα στο αφήσω και καν΄ το ότι θες να' ουμε. Αν θες μείνε, αν θες πούλα το, γκρέμιστο, ότι θες καν’ το.»
«Εντάξει».
« Και αν σου πουν τίποτα τα ανίψια μου. Πες τους να γαμηθούν να' ουμε».
«Εντάξει παππού».

Εκείνη τη μέρα, τέσσερις μήνες πριν, Μάιο μήνα, ψιχάλιζε ασταμάτητα από το πρωί. Η ψυχή της γιαγιάς πετούσε και ο ουρανός ψιχάλιζε. Κρατούσα μια μαύρη ομπρέλα πάνω από τα κεφάλια μας, το δικό μου και του παππού και βαδίζαμε αργά πρώτοι πίσω από το νεκροφόρα της. Λερώναμε τα παπούτσια και τα μπατζάκια μας στον λασπωμένο δρόμο του νεκροταφείου και μια λιβελούλα μας ακολουθούσε πεταρίζοντας. Οι φωτογραφίες εκατοντάδων νεκρών σε θαμπωμένα καδράκια μας παρατηρούσαν. Τα εκφράσεις στις φωτογραφίες έδειχναν ότι κανένας τους δεν πίστευε ότι ο θάνατός θα έρθει τόσο γρήγορα. Κανείς τους δεν ήταν έτοιμος. Κανείς ποτέ δεν είναι έτοιμος για τίποτα. Ανταλλάξαμε εκείνες της κουβέντες για το σπίτι αλλά το μυαλό μου δε μπορούσε να σκεφτεί παρά την κοπέλα που ήμουν μόλις λίγες ώρες πριν. Την άφησα στο στρώμα να κοιμάται μπρούμυτα και πριν φύγω στάθηκα τρία τέσσερα λεπτά από πάνω της. Θαύμαζα την γυμνή της πλάτη. Ύστερα λίγο τον κώλο της και μετά πάλι την πλάτη και μετά το σημείο που ενώνεται ο κώλος με την πλάτη. Είχε μια ωραία πλάτη. Γυμνασμένη. Νεανική. Ευθεία. Της το είχα πει κάπου στη μέση της νύχτας. «Έκανα κολύμβηση για χρόνια», μου απάντησε με μικρά λαχανιάσματα. «Όταν βλέπεις γυμνασμένη πλάτη και μικρά στήθη σε μια κοπέλα, να ξέρεις ότι τις περισσότερες φορές έχει να κάνει με κολύμβηση».
Εκείνη την μέρα είχε πεθάνει η γιαγιά. Το έμαθα το μεσημέρι και το ίδιο βράδυ βγηκα έξω να διασκεδάσω. Έτυχε να κάτσουμε με την Ελένη στην ίδια παρέα, μετά από πολύ κρασί και μερικές ώρες βρεθήκαμε στο διπλό της φοιτητικό κρεβάτι.
Η Ελένη ήταν μια κοπέλα που μόλις κάθισε στο τραπέζι άρχισα να την θέλω. Το να καταλήξεις με μια γυναίκα που πραγματικά θέλεις είναι κάτι σπάνιο. Καταρχήν πρέπει να την πλησιάσεις από το τίποτα και να την φλερτάρεις και είναι τόσο δύσκολη και επίπονη η διαδικασία του φλερτ. Ποτέ δε ξέρεις τι πρέπει να πεις αλλά και να ξέρεις πιθανότατα θα το πεις την λάθος στιγμή. Αυτή είναι μια εκπληκτική ιδιότητα του εγκεφάλου του χόμο σάπιενς, να βρίσκει το κατάλληλο πράγμα που πρέπει να πει πολύ αργότερα από την στιγμή που το χρειάζεται. Ίσως το καλύτερο φλερτ να γίνεται όταν είσαι απών. Ίσως να σε περιμένουν κάποιοι φίλοι ή γνωστοί που αυτή τους εμπιστεύεται και να πουν για σένα τα καλύτερα. «Α ο φίλος μας είναι καταπληκτικό παιδί. Έχει πλάκα είναι ωραίος και έξυπνος και στην προηγούμενη γκόμενα του είχε δωρίσει ένα αυτοκίνητο». « Αυτοκίνητο;» Θα επαναλάβει αυτή. Ύστερα καταφθάνεις εσύ. Η κοπέλα που έχει ακούσει όλα αυτά για σένα πρέπει πρώτα να τα καταρρίψει και μετά να αρχίσει να σε αντιπαθεί, το οποίο θέλει δουλειά και δεν έχουν οι περισσότερες τόση όρεξη για δουλειά. Αρκούνται σε αυτά που άκουσαν. Επίσης λειτουργεί και αντίστροφα, σε περιμένει μια παρέα και λέει κάποιος. «Ωχ θα έρθει ένας τύπος που είναι πολύ βαρετός». Αυτό είναι σίγουρο το χειρότερο σαμποτάζ που μπορούν να σου κάνουν. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσει κανείς να ανατρέψει τον χαρακτηρισμό βαρετός. Το πολύ πολύ να καταφέρεις να το γυρίσεις στο σαχλός.
Η Ελένη καθόταν στην απέναντι καρέκλα και μόνο που την κοιτούσα ένιωθα μια ευφορία. Είναι μερικές γυναίκες που σε ισοπεδώνουν χωρίς να κάνουν τίποτα. Η φυσιογνωμία της έδειχνε ότι θα πετύχει στη ζωή. Είχε λείο, μακρύ λαιμό και λεπτά χαρακτηριστικά. Στο προφίλ της διαγραφόταν μια τέλεια μύτη και όλοι ξέρουν ότι αν μια γυναίκα έχει τέλεια μύτη πιθανότατα θα είναι όμορφη.
Αν και φορούσε τα φοιτητικά της ρούχα, μια γκρίζα φόρμα από κάτω, ένα μακό μπλουζάκι με μεγάλη λαιμόκοψη και είχε περάσει την τεράστια υφασμάτινη τσάντα της στον ώμο της καρέκλας, δε μπορούσες παρά να την φαντάζεσαι με βραδινό μαύρο φόρεμα, μαργαριταρένιο κολιέ στο λαιμό να κρατάει ένα μακρόστενο ποτήρι απεριτίφ στο χέρι και να καλησπερίζει στην πόρτα τους καλεσμένους που μόλις έχουν προσπεράσει την φωταγωγημένη πισίνα της βίλας. Αυτές οι γυναίκες που έχουν τη στόφα της επιτυχίας, πάντα μου κινούν το ενδιαφέρον, ίσως επειδή εγώ έχω την εντύπωση ότι είμαι κομμάτι της πλέμπας, ότι ανήκω στο περιθώριο, ότι θα είμαι για πάντα φτωχός, κακοντυμένος και αποτυχημένος. Νομίζω ότι τέτοιες γυναίκες όπου και να τις αγγίξω ό,τι και να τους πω, θα τις λερώσω και αυτό είναι πραγματικά διεγερτικό. Επιπλέον σπούδαζε και Ιατρική, σίγουρα νιώθεις καλύτερα όταν σε θέλει κάποιος που είναι γιατρός ή δικηγόρος ή κάτι τέτοιο. Εσύ που είσαι ένα τίποτα, έχεις την συνεχόμενη αντίληψη ότι τον ρίχνεις στο ζύγι, ότι τον κοροϊδεύεις, ότι τον κλέβεις. Συν τοις άλλοις , μου είπε πολύ αργότερα πως είναι γιατρός και αυτό ήταν κάτι που εκτιμάς, καθώς οι περισσότεροι δεν περιμένουν περισσότερο από πέντε λεπτά όταν γνωρίζονται με κάποιον για να του αποκαλύψουν ότι είναι γιατροί. Συνήθως το λένε τάχα έμμεσα. “Προχθές που ήμουν εφημερία...” “Α είσαι γιατρός;” “Ναι”, απαντάν γρήγορα και αδιάφορα , συνεχίζοντας ικανοποιημένοι την ανούσια ιστορία τους.
Φεύγοντας από το τραπέζι, με πλησίασε και περπατήσαμε δίπλα-δίπλα στα σκοτεινά στενά της πόλης, πιο πίσω από την όλη παρέα. Κοιτούσα τις θλιβερές βιτρίνες από τα κλειστά παλιατζίδικα και αναρωτιόμουν πως επιβιώνουν οι ιδιοκτήτες τους, δεν μιλούσα πολύ, έκτος από την αποκάλυψη ότι σήμερα πέθανε η γιαγιά μου. Με αγαπούσε η γιαγιά μου, μου έδινε πότε πότε χαρζιλίκι αν τις περίσσευαν και μια φορά τουλάχιστον τον μήνα με ξεμάτιαζε. Η Ελένη ξαφνικά γύρισε, με κοίταξε κατάματα, χαμογέλασε και χωρίς να το καταλάβω, ένιωσα μια ξένη γλώσσα να τριγυρνάει ακανόνιστα μέσα στο στόμα μου. Αυτό είναι χαρακτηριστικό στα πρώτα φιλιά, πολλοί άνθρωποι έχουν την εντύπωση ότι το να βάζεις όλη τη γλώσσα στο στόμα του άλλου, δείχνει ότι είσαι παθιάρης ή αισθησιακός. Όταν βρεθήκαμε σπίτι της, το φιλί της χαλάρωσε. Δεν ήταν καθόλου άσχημα. Αν και όταν το κάνεις με κάποιον την πρώτη μέρα που τον γνωρίζεις, δεν έχεις ιδέα ποιος είναι. Βλέπεις ένα μικρό μέρος του κάθε φορά που τον κοιτάς χωρίς να δύνασαι με τίποτα να το αναγάγεις σε μια ολότητα. Βλέπεις ένα μάγουλο και μισό μάτι ή μαλλιά μπερδεμένα με ωμοπλάτη ή ένα χαμόγελο και μια ζουληγμένη μύτη ή μια διπλωμένη μέση με ένα βραχίονα πάνω της. Επίσης όλη αυτή την ώρα θυμάσαι μόνο ένα μέρος από τις ιδιότητες του «Α είναι αυτή που σπουδάζει γιατρός» ή «Α, είναι η φίλη του Μιχάλη με την ελιά κάτω από το μάτι,» ή «Α, είναι η τύπισσα που ξέρει τρεις γλώσσες και κάποτε θα φοράει μαργαριτάρια και θα καλησπερίζουμε δίπλα- δίπλα καλεσμένους στο νέο μας σπίτι». Δεν έχεις συνολική εικόνα για το ποιος είναι αυτός που ιδρώνει και τρίβεται πάνω σου σαν ζώο. Το μόνο που κάνεις, ειδικά αν έχεις πιει πολύ, είναι να περιμένεις να τελειώσεις και μόλις τελειώσεις, αυτή ξαναγίνεται ο άνθρωπος που ήθελες.

Σήμερα, τέσσερις μήνες μετά, ήταν η κηδεία του παππού, εχθές το βράδυ δε γνωρισα καμιά. Βγήκα έξω με τη σκέψη ότι είναι πολύ πιθανό να ξαναγνωρίσω κάποια σαν την Ελένη. Μια προσωπική μεταφυσική θεώρηση που συνέτεινε ότι κάθε φορά που πεθαίνει κάποιος κοντινός συγγενής μου, την ίδια νύχτα θα κάνω σεξ με μια γκόμενα που πραγματικά μου αρέσει. Τελικά δεν επιβεβαιώθηκε καθόλου αυτή η βλακώδης σύλληψη. Δε μίλησα ούτε με μισή γυναίκα για να της αποκαλύψω ότι σήμερα πέθανε ο παππούς και ότι δεν έχω πολύ διάθεση.

Με την Ελένη συναντήθηκα ξανά μετά από δέκα μέρες από την πρώτη μας γνωριμία. Πήγαμε ένα απόγευμα ίσα-ίσα μίση ώρα για καφέ, και μετά κατευθείαν σε ένα διαμέρισμα που έλειπε μια φίλη της και της είχε δώσει τα κλειδιά. Είχε φέρει μαζί της και μου χάρισε τρία βιβλία του Τζον Στάϊνμπεκ. Καθώς ντυνόμασταν μου αποκάλυψε ότι υπάρχει κάποιος άλλος στη ζωή της και ότι δε θα ήταν σωστό να ξαναβρεθούμε.
«Δε πρόκειται ξαναγίνει αυτό που έγινε σήμερα. Αυτή είναι η τελευταία φορά που βρισκόμαστε», μου είχε πει κάπως αυστηρά.
«Η προτελευταία» είπα εγώ.
Με κοίταξε ερευνητικά, «Εντάξει», απάντησε
Τελικά βρεθήκαμε άλλες τρεις φορές και ύστερα εξαφανίστηκε. Δε μου απάντησε σε δυο απανωτά e-mail. Είχα τον αριθμό από το κινητό της αλλά δεν ξαναπροσπαθήσω να επικοινωνήσω μαζί της. Μου έμειναν τουλάχιστον τα βιβλία. Στο σπίτι του πάππου και τις γιαγιάς είχα σκοπό να φτιάξω μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Αν έχεις σπίτι δικό σου, δεν θες και πολλά μετά. Μια βιβλιοθήκη, μια κοπέλα , ένα μισθό και είσαι οκέι.


Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

2) Το Σπίτι



Το σπίτι είναι μια χαμηλή μονοκατοικία περιτριγυρισμένη από άλλες χαμηλές μονοκατοικίες και βρίσκεται σε ένα στενό δρόμο της πόλης που κατοικείται από χαμηλόμισθους εργάτες που κάνουν παιδιά που θα έχουν κι αυτά χαμηλούς μισθούς.
Αρχικά αντικρίζεις ένα μικρό κήπο και μια πράσινη φθαρμένη καγκελόπορτα. Στον κήπο υπάρχει μια ψηλή δασύφυλλη λεμονιά, μια ασθενική ελιά και δυο τριανταφυλλιές βυθισμένες σε τενεκέδες στο χρώμα της σκουριάς. Στο τελείωμα του κήπου στέκονται τρεις σιδερένιες καρέκλες με ξεφλουδισμένη άσπρη μεταλλική επένδυση και ένα ασορτί τραπέζι με τζαμί. Το τραπέζι έχει πάνω ως συνήθως βρεγμένα φύλλα που αφήνουν στάμπες στο γυαλί και ένα μαύρο πλαστικό τασάκι από βουλκανιζατέρ. Ο πάππους τον πρόσεχε πολύ τον κήπο, τώρα πρέπει να τον προσέχω εγώ. Έχει ένα λάστιχο, και πρέπει να ποτίζω τα φυτά για κανένα τεταρτάκι μια δυο φορες την βδομαδα. Δεν είναι και πολύ δουλειά.
Μέσα το σπίτι έχει παλιά αταίριαστα μεταξύ τους έπιπλα από διάφορες δεκαετίες. Μερικά από το 60 και αλλά από το 80. Οι τοίχοι είναι άσπροι και σε μερικά σημεία ξεφλουδισμένοι. Με το που μπαίνεις στην είσοδο βλέπεις το σαλόνι που από πάντα μύριζε σαν αίθουσα χορού. Αριστερά στο χολάκι είναι το υπνοδωμάτιο με ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι και μια άσπρη εντοιχισμένη ντουλάπα. Στην άκρη του δωματίου κάτω από το παράθυρο αντανακλά ένας βαρύς, οβάλ καθρέφτης κιτρινισμένος στις άκρες που τον κρατάει όρθιο ένα κόκκινο έπιπλο με πολλά- πολλά μικρά συρτάρια.
Τέλος έχω μια ωραία κουζίνα με μαρμάρινο νιπτήρα και μια γκαζοκουζίνα δίπλα στο κοντό παλιό ψυγείο. Τέρμα στο βάθος είναι η τουαλέτα με την μικρή ντουζιέρα και ένα πλαστικό κρεμασμένο καθρέφτη μπάνιου με εκείνο το ανοιχτο γαλανό χρώμα που σε παραπέμπει κατευθείαν σε κάμπριο αυτοκίνητο της δεκαετία του ‘70.

Βέβαια ένα σπίτι δε φτάνει από μόνο για να κάνεις οτιδήποτε. Πρέπει και να έχεις και μια δουλειά για να το συντηρήσεις. Εγώ βέβαια είμαι άνεργος όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι που συναναστρέφομαι.
Ο φιλος μου ο Λούης όταν τον ρωτάνε τη δουλειά κάνει, λέει:
«Είμαι άνεργος... άεργος πως το λένε;»
«Μα είναι διαφορετικά πράγματα», τον διορθώνουν αυτοί.
«Αλήθεια...;» απαντάει αυτός.

Το να είσαι άνεργος τις περισσότερες φορές επηρεάζει πιο πολύ τους άλλους πάρα εσένα. Γονείς, οικογένεια, φίλους, συγγενείς , το κράτος και όλους αυτούς που αρέσκονται να βάζουν κανόνες στους διπλανούς τους.
Όποτε μιλάω και με τους δικούς μου γονείς, όλο μου κοπανάνε ότι είμαι άνεργος. Που το πηγαίνουν που το φέρνουν όλο εκεί το γυρνάνε. Ως συνήθως αρχίζουνε λέγοντας : “Είχαμε κανένα νέο...” . Εγώ κάνω πως δε καταλαβαίνω;
«Τι νέο;» ρωτάω.
«Να καμιά δουλειά....»

Μετά από δέκα μέρες στο σπίτι του παππού και μπορώ πλέον να πω ότι νιώθω άνετα. Σήμερα το πρωί αποφάσισα να μπω στο ίντερνετ να κοιτάξω για καμιά δουλειά. Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν κατοίκησα το σπίτι, ήταν να τοποθετήσω στο τραπέζι τον υπολογιστή και να κάνω βόλτες με το ασύρματο δέκτη μπας και βρω σήμα να κλέψω σύνδεση ιντερνέτ. Οι περισσότερες ήταν κλειδωμένες , ένας είχε ονομάσει την σύνδεσή του: denexeiallotzampa
Το μόνο που έλειπε τώρα ήταν μια δουλειά. To καλοκαίρι είχα δουλέψει για κανένα μήνα γκαρσόνι αλλά το χειμώνα είναι αλλιώς. Τι δουλειά μπορείς να κάνεις τον χειμώνα; Έπρεπε να αποφασίσω για ποια δουλειά είμαι φτιαγμένος; Ίσως έτσι κάτι απλό, χωρίς άγχος, στο δικό μου χρόνο. Η αλήθεια είναι ότι κανένας δε σε πληρώνει για να κάνεις κάτι που σου αρέσει. Για να πληρωθείς πρέπει να κάνεις κάτι που σε βασανίζει. Βέβαια, σιγά-σιγά το αγαπάς, το εκτιμάς και αρχίζεις να ενδιαφέρεσαι για αυτό. Κάτι σαν το γάμο από προξενιό.
Θα προτιμούσα μια δουλειά που να μην έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου, ίσως έτσι να κάτσω και να γράψω ένα σενάριο για καμιά ταινία ή για κανένα σίριαλ στη τηλεόραση. Εκεί είναι τα λεφτά, στην τηλεόραση. Έχω ακούσει ότι στα σίριαλ πληρώνουν δυο χιλιάδες ευρω το επεισόδιο στους σεναριογράφους. Να γυρίσεις ας πούμε δεκαοχτώ επεισόδια, 36 χιλιάρικα. Γράφεις ένα σίριαλ κάθε τρία χρόνια και ζεις βασιλικά. Το τελευταίο καιρό στριφογυρνάει μια φαινομενικά καλή ιδέα για σίριαλ στο μυαλό μου. Η ιδέα του σεναρίου είναι κάπως έτσι: Υπάρχει μια κοπελίτσα που κάτι έχει κάνει. Είναι ωραία και παράξενη. Δε ξέρω ακόμα τι έχει κάνει, αλλά έχει πειράξει κάτι κακούς τύπους. Στο πρώτο επεισόδιο θα την κυνηγάνε οι κακοί να την σκοτώσουν και θα βρει καταφύγιο σε ένα σπίτι που μένουν άτομα με ειδικές ανάγκες. Θα μπουν και οι κακοί, θα γίνει εκεί μια εμπλοκη, και μετά όλο το σίριαλ θα καταπιάνεται με το κυνήγι της κοπελίτσας από τους κακούς, όπου φυσικά την κοπέλα θα την βοηθάνε τα άτομα με τις ειδικές ανάγκες. Αυτοί δε θα είναι τυχαίοι, θα είναι άτομα πολύ κουλ. Θα έχουμε έναν που θα έχει απώλεια βραχυπρόθεσμης μνήμης και θα ξεχνάει ανά πέντε λεπτά τα πάντα. Μια άλλη θα έχει ναρκοληψία και θα κοιμάται σε άσχετες στιγμές. Έναν άλλον που θα φοβάται-κάτι άσχετο- όπως ας πούμε τις ηλεκτρικές συσκευές, μια γιαγιά που θα πετάει βρισιές συνέχεια και γενικά έτσι με χιουμοριστική διάθεση θα έχουμε πέντε-έξι τέτοια άτομα. Θα τους κυνηγάνε οι κακοί και αυτοί όλο και θα τους ξεφεύγουν με λίγο τύχη και ενώνοντας τις ιδιαιτερότητες τους.

Ίσως βέβαια μπορώ να πάω και κατευθείαν για τα πολλά λεφτά γράφοντας ένα κορυφαίο σενάριο που θα το πουλήσω σε κάποια διεθνή εταιρία παραγωγής ταινιών και θα μεταμορφωθώ αυτομάτως σε Κροίσο. Ύστερα θα νοικιάσω μια βίλα με τρεις ορόφους τζαμαρίας πάνω σε ένα βράχο του ατλαντικού, θα κάνω πάρτι με πανέμορφες νεαρές καλλιτέχνιδες με στητά στήθη και σηκωμένα χείλη και πλατύστερνους, νεαρούς, μικρούς Απόλλωνες με ξανθές μπούκλες και σχηματισμένους λαγόνες. Θα διαβάζουμε ποίηση και θα τρώμε σταφύλια. Θα έχω για μουσική λάιβ έναν γερασμένο ερωτικόν τραγουδιστή παγκόσμιας κλάσης που θα τον πληρώνω αδρά και θα έχει καφεμοβ πρόσωπο από το σολάριουμ και φιλαριστά ασημένια μαλλιά. Καθώς θα πίνω το ουίσκι μου σκυμμένος στο πουλ μπαρ, θα ερχετε με το μικρόφωνο πάνω από τον ώμο μου και θα τραγουδάει. “ Love! Oh Oh! “
«Καλά δε βλέπεις ότι σκέφτομαι τώρα» , θα του λέω και θα τον βάζω στη θέση του. Ύστερα θα κοιτάω την θάλασσα δήθεν με νόημα και θα σπρώχνω το ποτήρι στον νεαρό καλλίγραμμο μπάρμαν που εκτός από μπάρμαν θα τον έχω για να πηδάει όλα αυτά τα νεαρά κορίτσια καθώς εγώ θα βαριέμαι. «Ζούμε ένα όνειρο ε;» θα λέω στον μπάρμαν «Τα όνειρα είναι για τους κοιμισμένους.» Θα μου απαντάει αυτός σιάχνοντας το μοβ βελούδινο παπιονάκι του πάνω στο γιακά.
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω κανένα πραγματικά καλό σενάριο στο μυαλό μου για ταινία αλλά πριν κανένα χρόνο έτσι πως ξάπλωνα και ετοιμαζόμουν να κοιμηθώ μου ήρθε ο τρόπος, η λύση, η απάντηση σε αυτούς που λένε ότι δεν υπάρχει φόρμουλα για ένα επιτυχημένο σενάριο ταινίας. Οι περισσότερες, πολύ επιτυχημένες ταινίες, έχουν δυο βασικά στόρι. Το ένα στόρι είναι με μέντορα και μαθητή. Κλασσική συνταγή. Έχεις έναν νέο σε πρόβλημα που βρίσκει ένα δάσκαλο και σιγά - σιγά ο δάσκαλος του μεταδίδει την πολύχρονη γνώση και εμπειρία του. Το δεύτερο είναι οι ταινίες με κάποιον που περνάει μέσα από ένα Γολγοθά όπου μοιάζει απροσπέλαστος και τελικά όχι μόνο τα καταφέρνει αλλά βγαίνει από όλο αυτό αλώβητος και κερδισμένος. Αυτός είναι οι δυο συνταγές και ούτε καν μπορώ να φανταστώ τι θα γίνει αν τις αναμίξεις και γράψεις ένα σενάριο. Παγκόσμια επιτυχία!
Έγραψα «Διαγωνισμοί Διηγήματος» στη μηχανή αναζήτησης του ίντερνετ. Ίσως να μπορώ να γράψω ένα διήγημα και να το στείλω σε κανένα διαγωνισμό να βγάλω λεφτά. Πόσο δύσκολο θα είναι να γίνεις συγγραφέας; Δεν νομίζω να είναι και τόσο δύσκολο. Βλέπεις τον άλλον δουλεύει δέκα ώρες στην οικοδομή ακροβατώντας στις σκαλωσιές. Ο άλλος δώδεκα ώρες σε ένα γραφείο πατώντας κουμπάκια στο πληκτρολόγιο. Άλλος νοικιάζει όλη μέρα ομπρέλες σε παραλίες κάτω από τον καυτό ήλιο και άλλος είναι σε ένα υπόγειο πάνω από μια ραπτομηχανή δίπλα σε δεκάδες άλλους με ραπτομηχανή. Αν όλες αυτές τις ώρες εσύ γράφεις διηγήματα, πολύ πιθανό στο τέλος να γράψεις κάτι καλό. Υπάρχει όμως και εκείνο το μικρο μυστικό που λέει, πως για να ξεπεράσεις τον εαυτό σου και να φτιάξεις ένα αριστουργηματικό έργο τέχνης, πρέπει να έχεις στο μυαλό σου κάποιον που είσαι ερωτευμένος μαζί του. Χωρίς τη μούσα λέει, όλες οι τέχνες είναι μάταιες. Ή ίσως η ζωή είναι μάταιη. Λυπάμαι τους ανθρώπους, και ένας από αυτούς είμαι και εγώ, που δεν είναι ερωτευμένοι. Η μόνη ώθηση στο ουδέτερο κενό του σύμπαντος είναι ο έρωτας. Ως συνήθως η διαδικασία είναι να λες: «Καλά είμαι και τώρα». Όμως η διαφορά του ανθρώπου από τον άνθρωπο είναι ο έρωτας. Αν έχεις τον έρωτα δε ξέρεις αν είσαι πλούσιος ή φτωχός αν είσαι ψεύτικος ή αληθινός. Δεν είσαι τίποτα παρά μόνο αυτό που θέλει ο άνθρωπος που είσαι ερωτευμένος. Δεν βλέπεις παρά τον εαυτό σου μέσα του. Όλες οι ώρες μοιάζουν μια αναμονή για να είσαι κοντά στον εαυτό σου που θα ανταλλάσσει κουβέντες, συναισθήματα και αγγίγματα με τον έρωτα σου. Τόσο κατακλυσμικός είναι ο έρωτας. Είναι μόνο αυτή. Ξυπνάς με τη σκέψη της. Κοιμάσαι με τη σκέψη της. Την θέλεις δίπλα σου για να είσαι εσύ, για να είσαι ο καλύτερος εαυτός που είχες ποτέ. Για να γίνεις καλύτερος υδραυλικός, σεναριογράφος, τηλεφωνητής , σκουπιδιάρης ή σκουπίδι, ένα αριστουργηματικό σκουπίδι που αιωρείται στο μαύρο σύμπαν αλλά τουλάχιστον είσαι δίπλα σε έναν άνθρωπο που σε κάνει καλύτερο, κάτι είναι κι αυτό.
Βρήκα στο ίντερνετ έναν διαγωνισμό διηγήματος για φέτος. Η παράδοση έπρεπε να γίνει μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου και τα αποτελέσματα θα τα ανακοίνωναν μέσα Μαΐου. Είχα τρεις μήνες μπροστά μου. Μπορούσα να γράψω ένα διήγημα σε τρεις μήνες που αν το διάβαζε ο Τσέχωφ θα του έπεφτε το μουστάκι. Είχε μουστάκι ο Τσέχωφ ή δεν είχε; Μάλλον θα είχε , εκείνη την εποχή όλοι είχανε μουστάκι.
Τον διαγωνισμό τον διοργάνωνε ένα πολιτιστικό κέντρο, είχε θέμα το κρασί και οι κριτές ήταν κάτι πετυχημένοι συγγραφείς και ποιητές. Πως γίνεσαι πετυχημένος ποιητής; Ίσως πρέπει να έχεις καμιά δεκαπέντε χιλιάδες γνωστούς σε καίρια σημεία του συστήματος, να πηγαίνεις σε εγκαίνια από γκαλερί και επιπλέον να είσαι χοντρομπούτης, να φοράς στρόγγυλα μυωπικά γυαλάκια και να έχεις χλομά χείλη και πλαδαρά δάχτυλα με αρρωστημένα νύχια που πιάνουν χαλαρά ένα ποτήρι κρασί μπροστά σε ένα γκροτέσκο πίνακα που το θέμα του είναι να αναρωτιέται τι είναι τέχνη. Ύστερα γυρνάει αργά, θεατρικά το ασθενικό κεφάλι του και σου λέει :
«Είμαι ποιητής».
«Άσε μας ρε φίλε».
«Μα είμαι σου λέω».
«Ουστ από δω!»
Πρώτο βραβείο του διαγωνισμού διηγήματος, δυο χιλιάδες ευρώ. Αν κέρδιζα θα έκανα αρχοντικές διακοπές. Δεύτερο βραβείο, πεντακόσια ευρώ. Δεν είναι άσχημα τα πεντακόσια ευρώ, με πεντακόσια ευρώ πηγαίνεις ένα μήνα διακοπές στα ελληνικα νησιά και τρως κάθε τρεις μέρες σε ταβέρνα. Τρίτο, τέταρτο και πέμπτο βραβείο, δωροεπιταγή εκατό ευρώ για βιβλία. Κι αυτό καλό. Αντί να ξαναδιαβάζω τα βιβλία της βιβλιοθήκης του δήμου και να τους παρακαλάω να φέρουν κανένα καινούργιο θα έπαιρνα έξι - εφτά βιβλιαράκια για το καλοκαίρι και θα ήμουν αρχηγός.
Αυτός ο διαγωνισμός φαινόταν αρκετά δημοφιλής, έστελναν διηγήματα πολλά άτομα από ότι διάβασα σε ένα φόρουμ. Στους ορούς συμμετοχής έλεγε ότι έπρεπε να βάλεις ψευδώνυμο για να είναι τάχα αντικειμενικό. Εντάξει μπορεί να είναι αντικειμενικό, γιατί να μην είναι; Επίσης είχε όριο 1000 λέξεις. Μπορώ να πω διάφορα σε 1000 λέξεις. Το μόνο που έμενε, είναι να σκαρφιστείς μια καλή ιστορία. Αυτό μάλλον είναι το εύκολο μέρος, το δύσκολο είναι να ερωτευτείς και συνάμα να μπορείς να γράψεις ενώ είσαι ερωτευμένος.
Η αλήθεια όμως παραμένει να είναι ότι πρέπει να βρω μια κανονική δουλειά. Αυτό που εννοούνε όλοι κανονική δουλειά σημαίνει ότι πρέπει να γαμιέσαι και σωματικά και ψυχολογικά. Οι άλλες δεν είναι κανονικές δουλείες, μόνο αυτές που σε καταρρακώνουν είναι κανονικές δουλειές. Η διαδικασία της καριέρας είναι ψυχοφθόρα με όλες αυτές τις μαζεμένες καινούργιες φάτσες να σε παρατηρούν ερευνητικά. Καινούργια αφεντικά, καινούργιοι υπεύθυνοι, καινούργιοι προϊστάμενοι, καινούργιοι υφιστάμενοι, καινούργιοι ανταγωνιστικοί υπάλληλοι. Δεν θέλω να ανταγωνιστώ κανέναν όταν ξυπνάω το πρωί. Θα ήθελα να πηγαίνω στη δουλειά, να γίνομαι ένα ρομπότ και να γυρνάω σπίτι. Αντί να γράψω διηγήματα βεβαία θα μπορούσα να κάνω κάτι πιο πρακτικό όπως να δουλέψω στη διαφήμιση ας πούμε . Ένας ήρωας του Όργουελ το είχε κάνει αυτό. Στο τέλος πέτυχε γράφοντας στιχάκια για διαφημίσεις και ήταν μια χαρά ευτυχισμένος.
Εντόπισα μια αγγελία που έλεγε:



Ύποπτη αγγελία. Αν ήταν τόσα καλά όσο τα λέει, θα είχαν καλυφθεί όλες οι θέσεις με το πρώτο μικρό κυματάκι της λαοθάλασσας των υπερπροσοντούχων άνεργων. Από την άλλη βέβαια, αν πετύχεις καμιά συνέντευξη που δίνουν καταξιωμένοι πάμπλουτοι καριερίστες, όλοι λένε ότι ξεκίνησαν από χαμηλά φτιάχνοντας καφέδες και κάνοντας θελήματα. Το ότι ο πατέρας τους είχε δική του κλινική ή ήταν μεγαλοεργολάβος δεν έπαιξε κανένα ρόλο. Εκτός αυτού όλοι ήταν φτιαγμένοι από μικροί για την επιτυχία στο συγκεκριμένο αντικείμενο, ο τραγουδιστής τραγουδούσε από μικρός κρατώντας ανάποδα μια βούρτσα, ο σχεδιαστής ρούχων έραβε ρούχα για τα κουκλάκια του, και ο αρχιτέκτονας κατασκεύαζε σπίτια με τουβλάκια από μικρός, λες και εμείς οι άλλοι που είμαστε άνεργοι δε τα κάναμε αυτά. Το θέμα βέβαια είναι ότι υπάρχουν ελπίδες. Θα γίνω διαφημιστής και μπορώ άνετα να λέω σε μια μελλοντική συνέντευξη ότι από μικρός έβλεπα διαφημίσεις. Φυσικά δε θα γίνω κανένας τυχαίος, θα γίνω ένας πετυχημένος διαφημιστής που θα πλένει τα μυαλά των καταναλωτών με ένα κούνημα από το μικρό του δαχτυλάκι. Θα είμαι τόσο καλός που θα πηγαίνω στη δουλειά κατά της έντεκα. Όλοι θα πηγαίνουν στις οχτώ κι εγώ στις έντεκα. Θα μου έχουν γραφείο στον δέκατο έβδομο όροφο με μεγάλη τζαμαρία που θα βλέπει το λιμάνι. Θα κάθομαι κανένα δίωρο έτσι αραχτός να πίνω τον καφέ μου και να διαβάζω τα μέιλ μου και τις πρωινές εφημερίδες. Υστέρα θα με παίρνει τηλέφωνο η ιδιαιτέρα του διευθυντή.
«Πήρα να σας ενημερώσω πως έχετε μίτινγκ στις δυο στο γραφείο παρουσιάσεων».
«Εντάξει Γιάννα. Ευχαριστώ. Εσύ τι κάνεις μωρό μου; Πως είσαι;» Θα την ρωτάω. Τώρα δεν θα μπορούσα πότε να αποκαλέσω μια κοπέλα μωρό μου. Αλλά όντας επιτυχημένος θα μπορώ.
«Μια χαρά είμαι», θα μου λέει και θα μου το κλείνει γρήγορα- γρήγορα γιατί τα έχει με το αφεντικό.
Θα πηγαίνω στο μίτινγκ αργοπορημένος με χαλαρωμένη γραβάτα σκονισμένα παπούτσια και μπερδεμένο μαλλί. Θα γυρίζουν όλοι να με κοιτάξουν και ο διευθυντής θα στραβομουτσουνιάζει. Υστέρα θα κάθομαι άκρη-άκρη στο ημικυκλικό τραπέζι και θα λέω «Παρακαλώ συνεχίστε. Συγνώμη για την καθυστέρηση.» Έτσι θα είμαι, γιάπης αλλά και καλά μάγκας. Υστέρα θα κάνω σταυροπόδι και θα πιάνω το μούτρο μου με το χέρι για να δείχνω ότι προσέχω. Η γκόμενα που είναι σηκωμένη στο πίνακα και παρουσιάζει την πρόταση της, συνεχίζει. Προσέχω στο μπλουζάκι τα στήθη της και θυμάμαι πως η δεξιά της ρώγα είναι μεγαλύτερη. Μετά από κανένα τέταρτο και αφού έχουν πει και οι άλλοι τρεις-τέσσερις τις μηδενικής φαντασίας, προτάσεις τους, διακόπτω και λέω κάτι όπως. «Τι θα λέγατε για το: Ζμπιμ και Ζμπομ μόνο του Γιάννου το ζαμπόν
«Αυτό είναι!» Θα φωνάζει ο διευθυντής εκστασιασμένος. «Αυτό θα βάλουμε!» Θα μου ρίχνει ένα περήφανο και επιτιμητικό βλέμμα και εγώ θα κουνάω το κεφάλι σαν να γνωρίζω το νόημα της ζωής. «Να ‘σαι καλά! Τι θα κάναμε χωρίς εσένα;»
Το απόγευμα θα πηγαίνω για μπίρες με τους αγαπημένους μου φίλους. Θα είναι κι αυτοί επιτυχημένοι. Θα φοράνε σακάκια και πουκάμισα με ανοιχτά τα πρώτα κουμπιά έτσι που να ξεχωρίζουν οι γυμνασμένοι τένοντες στο λαιμό τους κάτω από το περιποιημένο γένι τους. Τα μαλλιά τους θα είναι κοντά και γυαλιστερά και τα μάτια τους θα έχουν μικρές ρυτίδες στην άκρη. Θα καθόμαστε με τις μπίρες στα χέρια σε μια ακριβή μπιραρία στο κέντρο της πόλης και θα γελάμε. «Τι τέλεια που διασκεδάζουν αυτοί». Θα σκέφτονται όσοι μας κοιτάν και ειδικά οι ζητιάνοι και οι μικροπωλητές. Όλες οι γυναίκες που ξάπλωσαν στο κρεβάτι μας ήταν γκομενάρες. Πότε- πότε περνάει και από καμιά μπροστά από την μπιραρία. «Τι κάνεις Μίνα;» Θα της λέω. Θα έχει μεζ μαλλί , περασμένη μια τσάντα στον ώμο της και θα φοράει πανάκριβα ρούχα στα χρωματα σεληνιακού τοπίου. Θα κοντοστέκεται και τα τακούνια της θα σταματάνε το τοκ-τοκ. «Γεια σου, τι κάνεις; Να μόλις ήμουν στα δικαστήρια και τώρα πάω πάλι στο γραφείο», θα μου λέει με κάποιο ενθουσιασμό και οι κόρες των ματιών της θα παίζουν κάτω από το μακιγιάζ ενώ θα σκύβει να φιλήσει με δυο αεράτα φιλιά τα αντρικά μου αγριεμένα μάγουλα. Ύστερα θα φεύγει και όλη η παρέα θα κοιτάζει τον κώλο της. «Καλό μουνί η Μίνα», θα σχολιάζει ένας από τους πετυχημένους φίλους μου παίζοντας τα κλειδιά από το τζιπάκι στα χέρια του ενώ κάθεται σε ένα άνετο σταυροπόδι. Το βράδυ θα φτάνω στο καινούργιο υπέροχο διαμέρισμα μου στο κέντρο της πόλης. Θα ξεκλειδώνω τις 4 κλειδαριές και θα απενεργοποιώ τον συναγερμό με τα 12 ψηφία. Θα μπαίνω μέσα στο σπίτι και πρώτα πρώτα θα θαυμάζω χωρίς να το θέλω τη μοντέρνα κουζίνα μου. Ύστερα θα ξαπλώνω και θα αυνανίζομαι γρήγορα για να με πάρει ο ύπνος αλλά για να κοιμηθώ νωρίς ώστε να πρέπει να ξυπνήσω εγκαίρως για να αργήσω.

Πήρα τηλέφωνο για τη θέση του διαφημιστή. Μου μίλησε μια ευγενική γυναικεία φωνή που φαινόταν συνηθισμένη να απαντά στα τηλέφωνα για την συγκεκριμένη αγγελία. Αφού της επιβεβαίωσα ότι είχα τα απαραίτητα προσόντα, μου έκλεισε ραντεβού σε δυο μέρες.

Μετά από δυο μέρες έβαλα τα καλά μου ρούχα, έφτιαξα το μαλλί και ξεκίνησα. Το κτήριο ήταν στο κέντρο της πόλης. Άφησα το μηχανάκι στην αρχή του κέντρου για να κάνω και μια βόλτα έτσι με τα πόδια. Ωραία είναι να τριγυρνάς στο εμπορικό κέντρο της πόλης. Είναι όλοι με τις σακουλίτσες τους από τα ψώνια και περπατάνε δίπλα-δίπλα καλοντυμένοι και τακτικοί. Κοιτάνε βιτρίνες και ύστερα βαδίζουν γρήγορα συζητώντας ανάμεσα από τις αναπνοές τους. Εγώ κάνω πως δε με νοιάζει τίποτα και περπατάω με ψηλά το κεφάλι. Έτσι τάχα άτομο, ότι δήθεν είμαι από άλλη πάστα. Νιώθω διαφορετικός. Νιώθω διαφορετικός σε ένα κόσμο που ο καθένας νιώθει διαφορετικός.
Φτάνοντας στο κτήριο της διαφημιστικής εταιρίας, διάβασα τα θυροτηλέφωνα. Ήταν στο δεύτερο όροφο. Ανέβηκα τις σκάλες και άνοιξα τη γυάλινη πόρτα. Ο χώρος ήταν μεγάλος με ψηλό ταβάνι και βαμμένος στο χρώμα του οινοπνεύματος. Είχε διάφορα καφεμπέζ γραφεία αραδιασμένα με τα περισσότερα να έχουν από πίσω τους περιποιημένες κοπελίτσες. Στα δεξιά με το που μπήκα ήταν το κλασικό κομοδίνο της γραμματέως με την κλασική εντοιχισμένη γραμματέα με τα κοκάλινα γυαλιά και το ανοιχτό πουκάμισο να δείχνει λίγο στήθος. Οι περισσότερες από αυτές δε πιστεύω να έχουν καν μυωπία, πρέπει να τις αναγκάζουν να τα φοράνε αυτά τα γυαλιά.
«Χαίρετε», είπα.
«Γεια σας κύριε. Πως μπορώ να σας βοηθήσω;» Ρώτησε, ενώ συνάμα με κοιτούσε από πάνω ως κάτω σαν να μου έλεγε: “σε κατάλαβα ότι αυτά τα ρούχα τα φοράς μια στο τόσο και κανονικά ντύνεσαι σαν λέτσος.” Ήταν γύρω στα τριάντα, είχε λίγα παραπάνω μαγουλάκια, κάστανο καρέ κομμωτηρίου με μύτες, μικρά χείλη και καθαρό λευκό δέρμα. Ανάμεσα από τα τρία ανοιχτά κουμπιά του πουκάμισου έπεφτε μια λεπτή χρυσή αλυσίδα με έναν πλατινένιο σταυρό. Σίγουρα τα είχε χρόνια με κάποιον παντρεμένο που της πλήρωνε τις εξόδους , τα ταξιδάκια, και που και που της έπαιρνε κανένα ακριβό δώρο. Τον περιμένει μπας και χωρίσει αλλά δύσκολα. Δε μπορεί να τα έχει με μικρούς. Βαριέται τα παιδιαρίσματα τους. Ακόμα και όταν είναι σοβαροί είναι σαν να κάνουν πως είναι σοβαροί, όλα νομίζουν ότι είναι παιχνίδι. Θέλει κάποιον ώριμο και ωραίο, από 42 μέχρι 49 που να τα έχει χοντρά. Που να βρεθεί όμως τέτοιος ανύπαντρος; Με το δικό της τα έχουνε 2 χρόνια αλλά δεν τον βλέπει να χωρίζει. Έχει και τρία παιδιά. Ετοιμάζεται να τον παρατήσει. Πρέπει να κάνει κι αυτή παιδιά, δε πάει άλλο. Πολύ του κάθισε του μαλάκα. Τώρα ξέρει τα κόλπα . Στον επόμενο δε θα του χαριστεί, θα τον πάρει φαλάγγι. Δε θα τον αφήσει να πάρει ανάσα. Θα τον χωρίσει από τη γυναίκα του στο εξάμηνο.

«Έχω κλείσει ραντεβού για μια συνέντευξη».
«Όνομα;»
Της ειπα.
Κοίταξε τα χαρτιά της πίσω από το γραφείο.
««Θα σας συνοδεύσω στο χώρο των συνεντεύξεων». Με συνόδευσε πίσω από ένα τοίχο κατασκευασμένο με γυψοσανίδες και μέσα τους μικρές σαν κουμπωμένες πάνω τους, λαμπίτσες. Στήθηκε απέναντι μου, σήκωσε το χέρι της σαν τροχονόμος και μου έδειξε ένα μικρό σαλονάκι με ένα γυάλινο τραπέζι.
«Περιμένετε εκεί και θα έρθει η κοπέλα σε λίγο».
Αυτό που μου είπε, μου έφερε συνειρμικά στο μυαλό τη σκέψη ότι ποτέ δεν έχω πάει στις πουτάνες, έχω μπει μέχρι το σαλονάκι, έχω δει την κοπέλα, αλλά ποτέ δεν έφτασα μέχρι το δωμάτιο. Πρέπει κάποτε να το δοκιμάσω, έστω και μια φορά να δω πως είναι. Κάθισα στο καναπεδάκι . Από πάνω μου και δεξιά είχε κρεμασμένο ένα μακρόστενο αντίγραφο του Κλιμτ σε επιχρυσωμένο ξύλινο λεπτό κάδρο. Στο γυάλινο τραπεζάκι έστεκε ένα μοντέρνο ανόμοιο βαζάκι με ψεύτικα πλαστικά λουλούδια. Περίμενα και επειδή δεν είχα τι να κάνω άρχισα να προσπαθώ να ξεκολλήσω ένα μαύρο κυκλικό πλαστικό που εφάρμοζε στο πλάγια του ποδιού από το σιδερένιο τραπέζι. Τελικά το ξεκούμπωσα αλλά δυσκολευόμουν να το ξαναβάλω. Η οπή στο τραπεζάκι ήταν πολύ μικρή και το πλαστικό ενώ είχε ένα τσουνί για να εφαρμόζει, δεν ξαναμπαινε με τιποτα. Προσπάθησα πολύ να το ξαναβάλω εκει που ανήκε αλλά συνεχεία μου ξέφευγε και ξεγλιστρούσε από το σκοπό του.

Τσουνί


Μετά από κανένα δεκάλεπτο άνοιξε μια γυάλινη πόρτα και εμφανίστηκε η κοπελίτσα με ένα γκρίζο ταγεράκι ένα πόντο κάτω από το γόνατο και ένα κίτρινο φάκελο υπό μάλης. Τα τακούνια της χτυπούσαν καθώς με πλησίαζε. Είχε ωραίες γάμπες σφιγμένες μέσα σε ένα διάφανο μαύρο καλσόν. Έφτασε κοντά μου και μου πρότεινε το χέρι της. Έκρυψα το πλαστικό εξάρτημα του τραπεζιού στη τσέπη μου, σηκώθηκα λίγο και κάναμε χειραψία μόνο με τα δάχτυλα. Μου χαμογέλασε και της χαμογέλασα. Καθίσαμε σε ορθή γωνία. Ένωσε τις ρώγες των δάχτυλων μεταξύ τους σχηματίζοντας μια μπάλα και έβγαλε ένα «Λοιπόοον».
Αυτό με τα δάχτυλα θα της το είχαν μάθει σε κάποιο σεμινάριο διοίκησης εργαζομένων. Μάλλον το έκανε λάθος, γιατί δε με έπεισε καθόλου ότι μετά από αυτό το λοιπόν, θα ακολουθούσε κάτι σημαντικό. Το σακάκι από το ταγεράκι της, ψηλά εκεί που ενωνόταν τα δυο πέτα άφηνε να φανεί λίγο στήθος . Ήταν μελαχρινή με τραβηγμένα τα μαλλιά σε κότσο χαμηλά στο σβέρκο. Το πρόσωπο της ήταν κάπως αυστηρό με πολύ μάσκαρα και ένα ελαφρύ κόκκινο κραγιόν. Στην άκρη από τα μαγουλά της, δίπλα στα αυτιά ξέφευγαν μερικές μαύρες φύτρες και υπόνοιες φαβορίτας μεσογειακής γυναίκας. Η λαϊκή σοφία λέει ότι αυτές οι τριχωτές γυναίκες είναι ερωτικές. Αλλά η λαϊκή σοφία όλο αυτό κάνει. Παίρνει τα άσχημα και τάχα σου λέει είναι καλά. Αυτοί με τη μεγάλη μύτη, έχουν και μεγάλο τσουτσούνι, αν χάσεις στα χαρτιά θα κερδίσεις στην αγάπη, οι κοντοί είναι έξυπνοι, κάθε εμπόδιο σε καλό και τέτοια.
Άνοιξε το φάκελο στο τραπέζι και έβγαλε από μέσα μια σελίδα με κάτι που έμοιαζε με εκτυπωμένο ερωτηματολόγιο και το κράτησε μπροστά της κρύβοντας το με τον χαρτονένιο φάκελο. Ξεκούμπωσε και τον στυλό από το ντοσιέ και με ρώτησε διεύθυνση, ηλικία και οικογενειακή κατάσταση. Ύστερα σπουδές.
Απαντούσα μονολεκτικά.
«Τι είναι αυτή η δουλειά μπορώ να μάθω;»
«Θα σας ενημερώσω σύντομα», με καθησύχασε.
Άρχισε να εξηγεί ότι είναι μια διεθνής επιτυχημένη εταιρία. Πολύ επιτυχημένη εταιρία. Μα πάρα πολύ επιτυχημένη εταιρία. Έχει την έδρα της στην Αμερική και ότι όσοι δουλεύουν εδώ, έχουν πολλές πιθανότητες να γίνουν επιτυχημένοι. Επίσης μου είπε ότι ψάχνουν νέους ανθρώπους με όρεξη για δουλειά , οι οποίοι θα είναι πως το λένε .... committed... στην επιχείρηση και θα τη νιώθουν σαν δίκια τους όπως θα τους νιώθει και αυτή.
«Και τι ακριβώς είναι η συγκεκριμένη δουλειά;»
«Αρχικά περνάτε το πρώτο μέρος της συνέντευξης».
«Ναι...»
«Και αν περάσετε στο δεύτερο και τελευταίο μέρος της συνέντευξης τότε θα σας αναλύσουμε και με τι καταπιάνεται η συγκεκριμένη εργασία».
«Πως θα περάσω στο δεύτερο μέρος;»
«Θα σας τηλεφωνήσουμε».
«Πότε;»
«Σε λίγες μέρες».

Στο δρόμο του γυρισμού σκεφτόμουν ότι αύριο έχω γενέθλια. Κλείνω τα εικοσιοκτώ. Μπορεί, αυτή που αρχίζει να είναι και η τυχερή μου χρονιά. Τι μπορεί...στάνταρ.



Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

3) Μπαίνουν δυο τύποι σε ένα μπαρ.

Μπαίνουν δυο τύποι σε ένα μπαρ. Κοιτούν γύρω τους με μεθυσμένο, ηλίθιο βλέμμα. Τους κοιτάνε πίσω άλλα μεθυσμένα ηλίθια βλέμματα. Είναι το μπαρ Swan και είναι φίσκα. Όλοι έχουν αλλοπρόσαλλα, αλλόκοτα βλέμματα, ύποπτες φάτσες αλλά δεν παύουν να πιστεύουν ότι είναι έξυπνοι, καλλιεργημένοι και ενδιαφέροντες. Αυτοί οι δυο τύποι δεν είναι άλλοι από τον Λούη κι εμένα. Ο Λούης είναι ο κολλητός μου εδώ και δεκαετίες. Έχουμε μεθύσει από ώρα και τριγυρνάμε στα μπαρ της πόλης όπως κάνουμε εδώ και χρόνια. Έχουμε κι έναν τρίτο στην παρέα τον Μάνο αλλά αυτός δεν βγήκε σήμερα.
Το Swan κατά κάποιο τρόπο είναι το στέκι μας. Είναι ένα καταγώγιο, ημιυπόγειο που γεμίζει κατά της τέσσερις το πρωί. Πριν από τις τέσσερις έχει λίγο κόσμο, όταν όμως κλείνουν όλα τα άλλα, μένει αυτό ανοιχτό και συνήθως έρχονται αυτοί που μόλις έχουν σχολάσει από τις βραδινές δουλείες τους. Τραβεστί, νταβατζήδες, μπαργούμεν, σερβιτόροι, πορτιέρηδες, εστιάτορες και μπερδεύονται με αυτούς που έχουν έρθει από άλλα μαγαζιά, ντίλερ, πάνκιδες, φοιτήτριες, μικρό-εγκληματίες, ζωντοχήρες, τσοπεράδες, κουστουματους, ότι τύχει. Όλοι είναι μεθυσμένοι γιατί δε μπορείς πραγματικά να αντέξεις εδώ μέσα χωρίς μεθύσι. . Μυρίζονται όλοι τους ξεμέθυστους σε αυτά τα μέρη και αποκλείεται να γλιτώσεις τη φασαρία. Ο ξεμέθυστος έχει πάντα πάνω του μια διάχυτη ενόχληση. Κάτι τον ενοχλεί σε αυτά τα μέρη και όλοι τον αντιλαμβάνονται και θέλουν να τον δείρουν. Τους χαλάει τη φάση. Περνάς, τον σκουντάς και ενοχλείτε. Γυρνάς, τον κοιτάς, και σου δείχνει ότι τον πείραξε που τον σκούντηξες. Έτσι αρχίζουν οι φασαρίες με τους ξεμέθυστους. Από την άλλη ο ένας μεθυσμένος με τον άλλον ούτε καταλαβαίνουν ότι σκουντιούνται. Ίσως για ελάχιστα δευτερόλεπτα, την ώρα που τρεκλίζουν τα κορμιά και ακουμπάνε οι ώμοι μεταξύ τους στο διάδρομο του μπαρ, σκέφτονται: «Α! Ακόμα ένας μεθυσμένος σαν κι εμένα», και συνεχίζει ο καθένας τον αδιέξοδο δρόμο του. Το ίδιο και με τα βλέμματα. Κοιτάς γύρω σου και βλέπεις γεμισμένους ανθρώπους να μισοκουνιουντε, να πίνουν, να γελάν και να κουνάν άγαρμπα τα χέρια τους, ύστερα αντικρίζεις έναν ξεμέθυστο και σε κοιτάει σαν να λέει: Τι με κοιτάς; Ή μη κοιτάς την γκόμενα μου. Είναι ο χαρακτηριστικός ξεμέθυστος αγχωμένος τύπος που διεκδικεί το χώρο του μέσα στο μπάχαλο λες και είναι σε καμιά δεξίωση. Σε αναγκάζει να πας εκεί και να του πεις. «Τι κοιτάς ρε βλάκα;» Χωρίς να το θέλεις. Σε προκαλεί. Σε προκαλεί να πας να τον ενοχλήσεις περισσότερο. Χωρίς μίσος, χωρίς υστεροβουλία ή διάθεση νουθεσίας, έτσι απλά σε προκαλεί ντετερμινιστικά να το κάνεις. Αν δεν το κάνεις εσύ θα το κάνεις κάποιος άλλος. Ενώ, όταν κοιτιούνται δυο μεθυσμένοι, τα πράγματα είναι πολύ πιο πολιτισμένα, απομακρύνουν γρήγορα τα βλέμματα σκεπτόμενοι. «Α! τυφλά κι αυτός. Καλά περνάει.» Ίσως ακόμα μπορείς στον συναγωνιστή μεθυσμένο, να του κάνεις και «γεια μας» από μακριά, να σου κάνει κι αυτός, και όλα καλά. Αν κάνεις «γεια μας» στον άγνωστο ξεμέθυστο, γυρνάει το κεφάλι δεξιά κι αριστερά με αμηχανία. Δε ξέρει τι να κάνει. Γιατί με χαιρετάει αυτός; Σκέφτεται. Τι να θέλει; Μήπως είναι πούστης; Μήπως θέλει να μου κλέψει το νεφρό; 

Σήμερα γίνομαι είκοσι οχτώ χρονών. Θα ήθελα να είναι και ο άλλος ο φίλος μου εδώ ο Μάνος αλλά δε μπορούσε επειδή δούλευε γκαρσόνι ως αργά και μετά ήταν κουρασμένος. Είκοσι- οχτώ. Τι σημαίνει να είσαι είκοσι- οχτώ. Ίσως δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από το ότι σώμα μου έχει περιστραφεί είκοσι οχτώ φορές γύρω από τον ήλιο. Εικοσιοκτώ φόρες γύρω από ένα μικρο αστέρι, κομμάτι ενός μικρού ασήμαντου γαλαξία ανάμεσα στα δισεκατομμύρια γαλαξίες. Νομίζω ότι αν η επιστήμη δεν είχε ανακαλύψει το μέγεθος του ανθρώπου στο σύμπαν θα ήμασταν πιο ευτυχισμένοι. Μια ανούσια ηλικία είναι τα εικοσιοκτώ. Είναι από αυτές τις ηλικίες που περνούν γρήγορα, ασυναίσθητα. Από αυτές τις ηλικίες που δε συμβαίνει τίποτα στη ζωή σου. Πόσο είσαι; Είκοσι- οχτώ. ΟΚ. Καμιά έκπληξη. Άλλος ένας ανούσιος εικοσιοκτάρης προστέθηκε στα δισεκατομμύρια εικοσιοκτάριδων χόμο σάπιενς. Μεγάλη δουλειά.
Υπάρχουν όμως σημαντικές ηλικίες. Οι σημαντικές ηλικίες ήταν για μένα αρχικά τα πέντε, κι αυτό γιατί είχα μάθει πόσο είμαι. Πριν από τα πέντε δεν καταλάβαινα το νόημα τον ηλικιών. Το κατάλαβα στα πέντε. Όταν με ρωτούσαν «πόσο χρονών είσαι εσύ;» Έλεγα πέντε. Πολλά χρόνια αυτό. Μου άρεσε το πέντε. Ήμουν οχτώ και έλεγα πέντε. «Πόσο χρονών είσαι βρε συ;» Με ρωτούσαν διάφορες κυριούλες που συναντούσα με τη μάνα μου στο δρόμο και μου μπλέκανε με τις χερούκλες τους τα ωραία μου καθαρά και χτενισμένα μαλλάκια. «Πέντε». Η μάνα μου δεν με διόρθωνε την έκανε να δείχνει νεότερη. Ούτε οι κυριούλες το καταλάβαιναν , έμοιαζα με πέντε, ένιωθα πέντε, ήμουνα πέντε.
Μετά από τα πέντε ήρθαν κατευθείαν τα δεκατέσσερα. Ήταν μια καλή ηλικία. Νιώθεις άρχοντας του κόσμου, μπορείς να κάνεις τα πάντα στα δεκατέσσερα και χωρίς να πληρώνεις ευθύνες. Τριγυρνάς από εδώ κι από εκεί. Κοροϊδεύεις τους μεγάλους. Κυνηγιέστε με τα κοριτσάκια. Κάθε μέρα διαφορετική και τόσα πράγματα να ανακαλύψεις. Ό,τι θες κάνεις στα δεκατέσσερα. Είσαι ο άρχοντας του κόσμου.
Μετά έρχονται τα 17 που η σημαντικότητά τους έγκειται στο γεγονός ότι σε ένα χρόνο θα γίνεις 18, θα ενηλικιωθείς και θα μπορείς να είσαι ένας άντρας. Άπλα να περιμένεις ένα χρόνο ακόμη. Τι είναι ένας χρόνος για να σε κάνει άντρα; Τόσα χρόνια περίμενες. Δε μπορείς να περιμένεις έναν επιπλέον χρόνο; Ένας χρόνος έμεινε και θα είσαι ενήλικος. Και ύστερα όταν γίνεις 18 αντιλαμβάνεσαι πως η λέξη ενήλικος και τα σημείο των 18 χρόνων απλά το έχει σκαρφιστεί κάποιο παλιό συμβούλιο κρατικών παραγόντων της δυτικής κοινωνίας, χωρίς πραγματικό λόγο. Μπορεί άλλος να έχει ωριμάσει στα 15 άλλος στα 35 αλλά η κοινωνία σου λέει δε γαμιέται όλοι ωριμάζετε στα 18, αυτή είναι η ηλικία. Μη ρωτάς πολλά. Τελικά στα 18 όπως είναι αναμενόμενο δε συμβαίνει τίποτα και περιμένεις μήπως και ωριμάσεις και σκέφτεσαι «καλύτερα τα δεκαεφτά μωρέ». Στα 18 όμως όλο και κάποια ευθύνη έρχεται. Στρατός, σπουδές , αποφάσεις, και ξανά αποφάσεις. Και τι θα κάνεις στη ζωή σου; Και ποιος θες να γίνεις. Και ποιος θες να είσαι;
Ύστερα έρχονται τα είκοσι-κάτι. Δεν έχουν κανένα νόημα. Όλο προσπαθείς να θυμηθείς πόσο είσαι και λες... είμαι είκοσι κάτι. Δε σου έρχεται μόνο του. Πρέπει να κάτσεις να το σκεφτείς και από μόνο του αυτό το γεγονός το κάνει ύποπτο.
Μετά τα είκοσι το μόνο που έχει νόημα, μάλλον, είναι τα τριάντα. «Πόσο είσαι;» «Τριάντα». Γεμίζει το στόμα σου και το μυαλό του άλλου. Τριάντα. Προσδοκίες. Αυτός είναι τριάντα, κάτι θα ξέρει παραπάνω για τη ζωή. Στα τριάντα δε σου δικαιολογεί κάνεις τίποτα. Είσαι μεγάλος. Έτσι και τύχει και ακούσεις ειδήσεις όλα τα κάνουν οι τριαντάρηδες. Τριαντάχρονος έκανε αυτό. Τριαντάχρονος έκανε εκείνο. Τριαντάχρονος σκότωσε δέκα άτομα. Τριαντάχρονος λήστεψε. Τριαντάχρονος δισεκατομμυριούχος. Τριαντάχρονος άστεγος, τριαντάχρονος ήρωας, τριαντάχρονο κτήνος. Σε δυο χρόνια θα γίνω ένας τριαντάχρονος και μάλλον δεν θα γίνω τίποτα από όλα αυτά. Τριαντάχρονο τίποτα.
Δε πρόλαβα να μπω από την πόρτα και ένας ψήλος με φάτσα μεροκαματιάρη σήκωσε την γροθιά του με κατεύθυνση από πάνω προς το κάτω και ίσια στο κεφάλι μου. Τελικά δεν εννοούσε εμένα ούτε τον Λούη. Κατέληξε σε αυτόν που είχε μπει μόλις από πίσω μας. Ο από πίσω βέβαια κάνοντας μια απότομη κίνηση την έφαγε ξυστά στον ωμό. Παραμέρισα. Οι δυο άγνωστοι άρχισαν να πλακώνονται. Στο χαλαρό. Με άτεχνες μπουνιές. Έπεσαν κάνα δυο σκαμπό και τελικά μπήκαν κάποιοι ανάμεσα και τους χώρισαν. Όπως συνηθίζουν οι άνθρωποι, πιθανότατα θα μισούσαν κάποιον άλλον ο καθένας τους αλλά εφάρμοσαν το μίσος τους σε έναν άσχετο. Συμβαίνει τόσο με το μίσος όσο και με την αγάπη. Για αλλού τα προορίζεις και αλλού τα εφαρμόζεις. Ως συνήθως σε αυτούς που σου βρίσκονται πιο εύκαιροι εκείνη την στιγμή. Προχωρήσαμε στα ενδότερα και κάτσαμε στο μπαρ. Παράγγειλα ένα κονιάκ με ένα πάγο. Ο Λούης κρατούσε μια μπίρα από το προηγούμενο μαγαζί και κουνούσε ρυθμικά το πόδι του κόβοντας φάτσες.
Έπαιζε ένα κλασικό ροκ του 70. Ήξερα τους στίχους αλλά δε τους τραγουδούσα, ήταν ντροπή. Ο μπάρμαν ήταν μαλάκας. Τουλάχιστον σε εμένα. Δε κερνούσε με τίποτα. Βέβαια εγώ του έσπαγα τα νευρά μέχρι να τον πληρώσω αλλά αυτός τίποτα. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία, σήμερα είχα λεφτά.

Η νύχτα περνούσε σέρνοντας τους θαμώνες γύρω μας. Βρήκαμε δυο θέσεις μπροστά από το μέρος του dj. Μια ξύλινη τετράγωνη μπάρα με ένα τζαμάκι μπροστά για να μη πέφτουν τα ποτά στα μηχανήματα. Αυτή είναι πάντα μια καλή θέση για τον Λούη γιατί έχει σαν χόμπι να κάθεται κοντά στους dj του Swan και κάθε τόσο να τους λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου.
«Παίξε πανκ ρε μουνί» .
«Τι έγινε; καλά;» Με χαιρέτησε ένα γνωστός όταν συναντήθηκαν τα βλέμματα μας. Ήταν στα σαράντα πέντε με γκρίζε μούσια και ένα τεράστιο γυαλιστερό δυνατό μέτωπο. Λέγανε πως είχε κάνει φυλακή και ύστερα στο Άγιο Όρος. Ανταλλάσσαμε που και που κανένα γεια όταν τον πετύχαινα έξω.
Του εξήγησα ότι είχα τα γενέθλια μου.
«Χρόνια πολλά. Πόσο γίνεσαι;»
«Είκοσι οχτώ.»
«Ωραία....Ξέρεις γιατί οι άνθρωποι κάνουν γενέθλια και γιορτές;»
«Γιατί;»
«Γιατί έχουν χάσει την επαφή τους με τις τελετές και τα μυστήρια. Τα αντικαθιστούν με γενέθλια και γιορτές. Καλούν φίλους και τέτοια».
«Μάλιστα».
«Έτσι είναι».
Κάναμε γεια μας και γύρισα από την άλλη. Δίπλα υπήρχε μια ξέμπαρκη γκόμενα. Πότε της μιλούσα εγώ πότε ο Λούης και πότε ο dj. Ήταν λεπτή γύρω στα είκοσι με καστανά απείραχτα μαλλιά και ένα μέτριο λυπητερό πρόσωπο. Το να έχει μια κοπέλα άβαφτα μαλλιά εδώ μέσα ήταν λιγάκι παράξενο εκτός κι αν είχε το όλο φυσικό στιλ με μακριά φούστα, ταγάρι και άβγαλτο φρύδι. Αυτή όμως φορούσε ένα στενό τζιν και ένα μαύρο πουκάμισο. Το βλέμμα της έκτος από μεθυσμένο ήταν και κάπως αφελές. Μύριζε φτηνό άρωμα αναμεμειγμένο με φτηνή τσίχλα. Η αλήθεια είναι ότι και εγώ αν φορούσα άρωμα και μασούσα τσίχλα θα ήταν και τα δυο της χαμηλότερης ποιότητας αλλά καλύτερα να μη μυρίζεις τίποτα παρά να μυρίζεις φτηνά. Την πιάναμε με τον Λούη από τη μέση και χορεύαμε. Πότε πότε ο Λούης της έπιανε και το κώλο. Αυτή δεν έλεγε τίποτα άπλα διασκέδαζε.
«Πως σε λένε δεσποινίς;» Την ρώτησα.
«Μαρία. Εσένα;»
«Ιάσονας».
«Εσένα;» Ρώτησε τον Λούη που δεν είχε ακούσει τι είχα πει εγώ.
«Ιάσονας».
«Και οι δυο Ιάσονες;»
«Ναι»
«Είστε ξαδέρφια;»
«Ναι δίδυμα».
«Δίδυμα ξαδέρφια;»
«Ναι»
«Εσύ τι κάνεις Μαρία;» Ρώτησε ο Λούης.
«Είμαι γκαρσόνα στο Μπρεχτ».
«Οκ»
«Θα έρθουμε να μας κεράσεις καμιά φορά», είπα.
«Να έρθετε», απάντησε.
Ο Λούης της έπιασε ξανά το κώλο για να την ευχαριστήσει που μας προσκάλεσε.
Συνεχίσαμε να κουνιόμαστε δήθεν. Μετά από καμιά ώρα η Μαρία φόρεσε το ζακετάκι της, χάρηκε που μας γνώρισε και έφυγε. Θυμήθηκα χωρίς προφανή λόγο τον πάτερα μου που έλεγε ότι το πιο δύσκολο πράγμα στην Ελλάδα είναι να βρεις μια σωστή Μαρία. Το μαγαζί είχε αρχίσει να αδειάζει. Ύστερα από ένα μισάωρο φύγαμε κι εμείς. Έξω ήταν οριακά νύχτα και αποφασίσαμε να πάμε να φάμε ένα τοστ πριν καταλήξουμε ο καθένας σπίτι του. Το μηχανάκι δεν το είχα πάρει καθώς ψιλόβρεχε όταν ξεκινήσαμε από το σπίτι .

Όπως βγαίναμε από το στενό, είδαμε την Μαρία αλαφιασμένη να γυρνάει προς το Swan.
«Ρε Ιάσωνες έχασα το κινητό μου. Πρέπει να το έχασα μέσα στο μαγαζί», έκανε γρήγορα με μια ανάσα.
«Κάτσε να πάρω τηλέφωνο.» Ο Λούης έβγαλε το κινητό του, ζήτησε τον αριθμό της Μαρίας και κάλεσε. «Χτυπάει αλλά δε το απαντάνε». Είπε μετά από λίγο.
«Να ξαναπάρουμε;» έκανε παρακλητικά η Μαρία.
«Ναι. αλλά για να καλεί ίσως έπεσε κάπου στο μαγαζί. Ας προχωράμε κιόλας προς το Swan», είπα. Είμαστε καλά παιδιά και ιππότες. Ο Λούης πήρε άλλες δυο-τρεις φορές τηλέφωνο καθώς περπατούσαμε.
Φτάσαμε στο μπαρ. Η Μαρία μας εξηγούσε ότι αυτό το κινητό το είχε πάρει πρόσφατα δώρο στον εαυτό της . Τα λεφτά τα μάζευε τρεις μήνες δουλεύοντας σκληρά ως γκαρσόνα.
«Θα το βρούμε μη στεναχωριέσαι.» Την καθησύχασα εγώ. «Αν το είχαν κλέψει θα το είχαν κλείσει».
Είχε πάρει να ξημερώνει. Ο ήλιος σιγά- σιγά σηκωνόταν από τη θάλασσα σπρώχνοντας τις πολυκατοικίες. Τα περιγράμματα από δυο εμπορικά πλοία αχνοφαινόταν στον γαλανό ορίζοντα. Ελάχιστα πράγματα στη γη συγκρίνονται με την αυγή. Φτάσαμε στο Swan. Είχαν αρχίσει να βάζουν τα σκαμπό πάνω στο μπαρ για να σκουπίσουν. Χαιρετήσαμε τον υπεύθυνο του μαγαζιού και τον ρωτήσαμε αν βρήκανε κανένα κινητό. Μας απάντησε αρνητικά. Είχε καρέ μαλλί, γαμψή μύτη, γύρω στα τριάντα και βάρια φωνή που έβγαινε με βια από το φάρυγγα του. Ο Λούης ξανακάλεσε.
«Ναι. Ποιος είναι;» Τον ακούσαμε να λέει και βγήκε από το μαγαζί να ακούσει καλύτερα. Βγήκα κι εγώ και η Μαρία και ο υπεύθυνος/ μαρκαδόρος Μάκης που αν και τον χαιρετούσα που και που, σήμερα μόλις έμαθα το όνομα του.
«Δώσε να μιλήσω». Η Μαρία του πήρε το κινητό από τα χέρια.
«Ναι. Ναι. Όχι δικό μου είναι το κινητό. Σε παρακαλώ. Στο Swan ναι. Σε παρακαλώ δούλευα τρεις μήνες για... Ναι. Θέλεις.... Εντάξει τα έχω. Εντάξει σύμφωνοι. Που είσαι; Στο Πάρκο του Θ... Έρχομαι. Σε 5 λεπτά θα είμαι εκεί. Ευχαριστώ». Το έκλεισε.
«Μου ζήτησε 50 ευρώ για να μου το δώσει. Θα περιμένει στο Πάρκο του Θεάτρου».
«Πάμε όλοι μαζί», έκανε ο Λούης.
«Πάμε», συμφώνησε και ο Μάκης o υπεύθυνος. «Θα το κλείσει ο μπάρμαν το μαγαζί και εγώ έτσι κι αλλιώς δεν έχω τι να κάνω».
Ξεκινήσαμε με γοργό βήμα. Ο Μάκης έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα. Εγώ που καπνίζω καπνό πάντα ζηλεύω αυτούς που καπνίζουν πακέτο. Του ζήτησα ένα και μου έδωσε.
«Κοιτάξτε». Άρχισε να λέει ο Λούης και κοίταξε την αγχωμένη Μαιρούλα. « Πριν το φανάρι για να περάσουμε στο πάρκο θα σταματήσουμε. Εσύ θα πας μονή σου. Εμείς θα μείνουμε πίσω. Και μόλις τον συναντήσεις... σκάμε εμείς μπαμ-μπαμ από απέναντι, τον αρχίζουμε στις μπάτσες και του παίρνουμε το κινητό».
Συμφωνήσαμε όλοι με αυτή την τακτική.

Φτάσαμε πριν το φανάρι του Πάρκου. Ο κόσμος πήγαινε στις πρωινές σαββατιάτικες δουλείες του. Το πάρκο ήταν ένα μεγάλο πλακόστρωτο που στην άκρη του είχε ένα επιβλητικό ανοιχτό αρχαίο αμφιθέατρο του 3ου αιώνα. Ήταν το κέντρο της πόλης και χαρακτηριστικό μέρος για ραντεβού. Αν πας και κάθεσαι με τις ώρες εκεί μόνος σου, κάνεις δε θα σε παρεξηγήσει. Θα νομίζουν όλοι ότι περιμένεις κάποιον. Αν τύχει και περάσω από εκεί, σταματάω και κάθομαι σε ένα πεζουλάκι πάνω-πάνω στο αμφιθέατρο που μπορείς να βλέπεις τα πάντα. Αγοράζω μια μπίρα και παρατηρώ αυτούς που περιμένουνε. Είναι κυρίως νέοι. Είναι αρκετά διασκεδαστικό να στοιχηματίζεις με τον εαυτό σου, πως θα είναι αυτός που περιμένει κάποιος, από τη φυσιογνωμία και τη συμπεριφορά του ραντεβού του. Καταλαβαίνεις σιγά -σιγά ότι οι άνθρωποι είναι ευπρόβλεπτοι στις συναναστροφές τους . Μια κοπελίτσα η οποία είναι νέα όμορφη και ντυμένη με τα καλά της, αν και είναι μικρή, είναι σίγουρο ότι περιμένει ένα αγόρι. Το αγόρι έρχεται και το καταλαβαίνεις ότι είναι το ραντεβού της από τότε που τον έχεις δει να περιμένει στο απέναντι φανάρι. Φοράει προσεγμένα ρούχα και είναι ψήλος και αυτός, σαν και αυτήν, για να τη περνάει. Αυτή δε θα μπορούσε να είναι με έναν πιο κοντό. Δεν είναι στο χαρακτήρα της. Μετά, βλέπεις 4 κορίτσια διαβαστερά που περιμένουν και χαριεντίζονται. Με τα γυαλάκια τους, τα χαριτωμένα σπυράκια τους, τα πουλεβεράκια τους και τις μεγαλίστικες τσάντες που είναι η υπόσχεση του εαυτού τους πως θα γίνουν σύντομα νεαρές επιτυχημένες επαγγελματίες, είναι σίγουρο ότι περιμένουν ακόμα μια που τους μοιάζει για να μιλήσουν για τα μαθήματα. Ύστερα έχεις έναν νέο ο οποίος ο καημενούλης δε ξέρει πως να φερθεί. Είναι σίγουρα φοιτητής από άλλη πόλη και έχει κάνει ντύσιμο τάχα μάγκικο με δερμάτινο τζάκετ και πλυμένο, σιδερωμένο τζιν από τη μαμά του να πιέζει τα χοντρά μπούτια του. Έχει ένα πρόσφατα αφημένο μουσάκι γύρω από το στόμα του για να μοιάζει ωριμότερος. Το μαλλί του το έχει επιμεληθεί με τις ώρες μπροστά στον καθρέπτη και είναι φανερό ότι περιμένει κάποιον που μόλις έκανε φίλο στη σχολή για να πάνε να βρούνε γκόμενες. Δε καπνίζει πολύ καιρό. Ίσως αυτό που βγάζει από την τσέπη του να είναι και από τα πρώτα πακέτα που αγοράζει. Ο φίλος που έρχεται είναι και αυτός ίδιο στιλ αλλά συμπεριφέρεται λες και ξέρει λίγο παραπάνω. Θα του έχει πει «ξέρω εγώ, θα σε βγάλω και θα σε πάω σε κάτι γαμάτα μέρη που είναι γεμάτα μουνιά». Τελικά συναντιούνται. Κολλάν τα χέρια στον αέρα και αποχωρούν με βιαστικό βήμα προς τη σίγουρη αποτυχία. Μια ηλικιωμένη κυρία, ξανθιά με μαραζωμένο κορμί, γύρω στα 75 που όλοι όμως της λένε ότι δε μοιάζει πάνω από 70, περιμένει. Κάθεται σε ένα παγκάκι με τα χέρια αφημένα στα γόνατα. Σίγουρα περιμένει την κόρη της που θα είναι και αυτή ξανθιά γύρω στα 55 αλλά όλοι θα της λένε ότι δε μοιάζει πάνω από 50. Η γιαγιά μόλις πλησιάσει η κόρη της θα την πιάσει από τον καρπό, θα στηριχτεί, και θα σηκωθεί με περισσότερη δυσκολία από αυτή που πραγματικά μπορεί.
Καμιά φορά έτσι πως κάθομαι και πίνω τη μπίρα μου πάνω στο αμφιθέατρο σκέφτομαι ότι μπορεί να βρεις και κανένα ραντεβού από το πουθενά αν είσαι αρκετά θαρραλέος και τυχερός. Δηλαδή βλέπεις μια ωραία κοπελίτσα, την οποία, μάλλον την έχει στήσει η φίλη της. Είναι λεπτή, το μαλλί της είναι ξανθό, ίσιο και το έχει κοτσίδα ψηλά πάνω στο κεφάλι. Έχει χρωματιστά σχεδιάκια μανικιούρ που αυτό δείχνει ότι είναι από κάποια φτωχή γειτονιά και σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος όλο και περισσότερο καθώς περνάει η ώρα και η φίλη δεν έρχεται. Το πρόσωπο της έχει αρκετό μέικ απ, μασκαρά και προσεγμένες γραμμές με μολύβι για τα μάτια. Κραγιόν δε φοράει. Ή ίσως φοράει ένα ελαφρύ φυσικό που δε φαίνεται. Ανοιγοκλείνει αργά τα βλέφαρα της και έχει σφιγμένα χείλη. Θέλει τα ρούχα της να δείχνουν ακριβά και στην μόδα, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να δείχνει φτωχοτρέντι. Σε έναν ενδεχόμενο πόλεμο ταξικής ανακατάταξης θα έπαιρνε σίγουρα το μέρος των πλουσίων και αυτοί χωρίς άλλο θα την βάζαν στην αναλώσιμη πρώτη γραμμή, νεκρή τις πρώτες κιόλας ώρες με τα σχέδια των νυχιών σπασμένα στο χώμα. Παρατηρεί χωρίς να το δείξει τους διπλανούς της και νιώθει άσχημα που των άλλων τα ραντεβού έρχονται και το δικό της όχι.
Ξεκλειδώνει τα χέρια της από το στήθος και βγάζει το κινητό της από το τσαντάκι, πρώτα κοιτάει την ώρα και ύστερα καλεί έναν αριθμό αλλά δε φαίνεται να της απαντάει κάνεις. Δεν το ξαναβάζει μέσα αλλά το κρατάει στο χέρι της. Γέρνει λίγο το κεφάλι και στενεύει τα μάτια δήθεν ότι αναγνώρισε κάποιον να έρχεται από την άλλη άκρη της πλατείας. Ασυναίσθητα σηκώνει λίγο το πηγούνι σαν να λέει σε κάποιον όχι.
Τώρα είναι η ευκαιρία μου. Θα αφήσω στο παρατηρητήριο μου τη μισοτελειωμένη μπίρα για να μη με περάσει για μισοτελειωμένο και θα πάω να της μιλήσω.
«Γεια σου», θα της πω. Θα τεντώσει το λαιμό της με κάποια απορία. Θα φτιάξει με τα μάτια μια άβολη έκφραση και θα απαντήσει «Γεια», με μια ελαφρά ερωτηματική αίσθηση στο τελείωμα της λέξης. Μετά δε ξέρω τι πρέπει να πω. Να κάνω πως την πέρασα για κάποια που ξέρω. Ας πούμε να πω. «Η Κατερίνα δεν είσαι;» Και έτσι να πιάσω μια συζήτηση. Ή μπορώ να πω. «Σε παρατηρώ εδώ και ώρα και ένιωσα να έρθω να σου μιλήσω. Μήπως θες να πάμε να κάτσουμε για ένα καφέ.» Η θα μπορούσα να πω κάτι έξυπνο όπως. «Με λένε Ισμαήλ. Και είμαι το βήτα σχέδιο για αυτούς που τους στήνουν στα ραντεβού οι φάλαινες». Έξυπνο είναι αυτό ή λίγο τρομακτικό; Οι γυναίκες μυρίζονται το φόβο και ο φόβος είναι το μεγαλύτερο ελάττωμα του αρσενικού σε όλα τα είδη του ζωικού βασιλείου. Τελικά ήρθε ο σωτήρας μου που με γλίτωσε από όλη αυτή την άβολη διαδικασία. Ήταν ψήλος φορούσε ένα γκρι παντελόνι και ένα καλοκαιρινό σακάκι με ένα μοντέρνο μαϊμού μάρκα t-shirt από μέσα. Έπαιζε τα κλειδιά του αυτοκίνητου του στο χέρι και μόλις πλησίασε έβαλε το χέρι του στο μέρος της καρδιάς και κάτι της είπε από κοντά. Της έπιασε το μπράτσο, αυτή κούνησε δεξιά αριστερά το κεφάλι σαν να του έλεγε «Κατεργαράκο. Άργησες.» Βρέθηκαν αγκαζέ και αποχώρησαν με συρτά βήματα συνεχίζοντας την αέναη προσπάθεια των προγόνων τους να αλλάξουν κοινωνική τάξη.

Την είχαμε στήσει δίπλα στο φανάρι πίσω από το ψυγείο αναψυκτικών ενός περιπτέρου και παρακολουθούσαμε την Μαρία που πήγαινε πέρα δώθε στην ανοιχτή πλατεία. Πέρασαν δέκα λεπτά. Δεν έχει κόσμο να περιμένει έκτος από δυο γιαγιάδες που ήταν καθισμένες και τρώγανε από ένα κουλούρι.
«Τι ώρα είναι;» Ρώτησε ο Λούης. Έβγαλε ο ίδιος το κινητό του. «7 και 5».
«Να!» Έκανε ο Μάκης. Γυρίσαμε όλοι προς τα εκεί που έδειξε. Είδαμε ένα τύπο με πηδηχτό βήμα, στενό τζιν παντελόνι, γκρι αθλητικό μακρυμάνικο φούτερ και αθλητικά παπούτσια. Κοίταξε την Μαρία και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Φορούσε χαλαρωμένη την κουκούλα από την αθλητική μπλούζα μισοκρύβοντας το κεφάλι του και είχε τα χέρια στις τσέπες.
«Πάμε, πάμε».
Περάσαμε γρήγορα απέναντι. Πριν τους φτάσουμε, ο τύπος είχε βγάλει το κινητό και της το έδινε. Τον περικυκλώσαμε. Έβγαλε την κουκούλα. Ήταν γύρω στα 20 με σκαμμένο πρόσωπο και καθαρό βλέμμα. Στο μαλακό μέρος του αντίχειρα είχε ένα πράσινο μικρο τατουάζ ερωτηματικό. Τα μαλλιά του ήταν ανοιχτά κάστανα και τα είχε καρφάκια.
«Σόρρυ ρε κοπέλια.» Έλεγε. «Στο πήρα μέσα από τη τσάντα. Δε θέλω να τα κάνω αυτά αλλά η ανάγκη με έχει φέρει».
«Δε πιστεύω να θες λεφτά;» Του είπε ο Λούης.
«Όχι ρε παιδιά σόρρυ. Ναρκομανής είμαι».
«Δε μου φαίνεσαι για ναρκομανής», είπα εγώ.
«Γιατί πως είναι οι ναρκομανείς;»
«Πολύ χάρηκα», είπε η Ελένη και περιεργαζόταν το κινητό της. «Δούλευα τρεις μήνα γκαρσόνα για να το αγοράσω.»
«Σόρρυ ρε κοπέλια», ξανάπε ο ναρκομανής.
«Μαρία», είπε η Μαρία. Ο τύπος έγειρε το κεφάλι.
«Εμένα Γκρέγκ.»
«Λοιπόν θα πάμε να σας κεράσω;» Πρότεινε η Μαρία.
«Τι λέτε ρε; Πάτε καλά;» Έκανε ο Λούης. «Εγώ τη κάνω. Άντε πάμε».
«Εγώ θα κάτσω. Αν κεράσει κάθομαι», απάντησα. Ο Λούης χαιρέτησε και απομακρύνθηκε σκυφτός να πάρει λεωφορείο για το σπίτι.
«Έρχομαι κι εγώ αν κεράσεις», γκάριξε και ο Μάκης ο υπεύθυνος με τη φωνή του βγαλμένη από τα έγκατα του φάρυγγα.
«Εσύ δε θα έρθεις;» Ρώτησε η Μαρία τον Γκρεγκ.
«Να έρθω κι εγώ;» Ρώτησε συνεσταλμένα ο ναρκομανής Γκρεγκ.
«Ναι».
«Εντάξει. Που θα πάμε;»
«Να, πάμε εδώ δίπλα», η Μαρία έδειξε μια καφετέρια με κάτι μπεζ ακριβές άνετες πολυθρόνες.
Μπήκαμε μέσα και βολευτήκαμε σε ένα τραπέζι. Εγώ στο καναπέ με τον Μάκη και η Μαρία με τον Γκρεγκ στις αντικρινές πολυθρόνες.
Ήρθε η πρωινή γκαρσόνα.
«Πάρτε ότι θέλετε. Τα πενήντα ευρώ τα είχα για χαμένα έτσι κι αλλιώς».
Εγώ παράγγειλα ένα κονιάκ, ο Μάκης ένα ουίσκι και ο Γκρεγκ μια μπίρα για να μην την πολυξοδέψει. Η Μαρία πήρε μια βότκα λεμονάδα.
Το μαγαζί είχε μόνο τρεις πελάτες ακόμα. Έναν τύπος σε ένα τραπέζι δίπλα στη τζαμαρία γύρω στα σαρανταπέντε διάβαζε πρωινή εφημερίδα και ρουφούσε προσεχτικά τον αχνιστό ελληνικό καφέ του. Σε ένα άλλο τραπέζι καθόταν δυο κυρίες στα εξήντα καλοντυμένες και έπιναν το φραπέ τους συζητώντας.
Ο Γκρεγκ μας εξήγησε ότι έπινε καπνιστές εδώ και δύο χρόνια. αλλά βαρούσε μόνο τους τελευταίους 3 μήνες. Ότι τα πράγματα στο σπίτι του είναι σκατά και ότι ο πατέρας του είναι μεθύστακας και η οικογένεια του χρωστάει σε όλο το κόσμο.
Μετά πήρε η Μαρία το λόγο και είπε πως και η δικιά της οικογένεια είναι φτωχή και πάλι καλά που ο Γκρεγκ βλέπει τον πάτερα του γιατί τον δικό της έχει να τον δει από τότε που ήταν 5 χρονών. Ο Μάκης είπε ότι είναι φοιτητής εδώ και πολλά χρόνια ότι μένει μόνος του με την αδερφή του και ότι τον τελευταίο χρόνο δουλεύει μάρκα στο Swan γιατί αυτός που το έχει, είναι γνωστός με ένα θείο του. Εγώ είπα ότι με λένε Ιάσονα, είμαι ακροβάτης σε τσίρκο και οι γονείς μου ζουν στο Μεξικό.
Κοίταξα έξω από τη τζαμαρία. Η πόλη είχε ξυπνήσει για τα καλά. Είχε πιάσει κίνηση στο δρόμο και οι άνθρωποι σαν τα μυρμηγκάκια. που μόλις έχουν βγει από την φωλιά τους, τρέχαν από εδώ κι από εκεί για να διεκπεραιώσουν της διαδικασίες που τους τυραννούσαν. Καμιά φορά όταν είμαι στην εξοχή μου αρέσει να σκύβω στο χώμα και να παρατηρώ τις φωλιές των μυρμηγκιών. Ως συνήθως προσπαθώ να ανακαλύψω αν υπάρχει κανένα τεμπέλικο μυρμήγκι που απλά αράζει. Ένα μυρμήγκι που στέκεται εκεί χαλαρό και την ξαπλάρει χωρίς να νοιάζεται για τίποτα. Δεν έχω βρει ποτέ. Αλλά αν όντως υπάρχει, τι κάνουν τα άλλα μυρμήγκια όταν το πάρουν χαμπάρι, το αφήνουν να αράζει ή μαζεύονται και το λιντσάρουν. Ποιος να ξέρει;. Στην πλατεία θεάτρου άρχισαν να συναντιούνται τα πρώτα ραντεβού των επτά και μίση.
«Θα τα κόψω όλα. Το πήρα απόφαση. Μέχρι και το τσιγάρο θα κόψω», είπε ο Γκρεγκ αποφασισμένος και έδειξε το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι του.
«Α! Το τσιγάρο είναι εύκολο να το κόψεις. Εγώ το έχω κόψει καμιά εφτά- οχτώ φορές.» Αστειεύτηκε ο Μάκης, χαχανογκάριξε και μας κοίταξε έναν- έναν αλλά δε γέλασε κάνεις.
«Κακόμοιρο παιδί», είπε η Μαιρούλα στον Γκρεγκ τον ναρκομανή και του χάιδεψε τον ώμο. Κάτι του ψιθύρισε στο αυτί. Κάτι της αντιψυθίρισε αυτός και ύστερα έτσι πως ήταν καθισμένοι άρχισαν να φιλιούνται. Κοίταξα το Μάκη και χαμογελάσαμε. Το νεόσυστατο ζευγαράκι έσιαξε τις πολυθρόνες για να βολεύετε καλύτερα και συνέχισαν να φιλιούνται με περισσότερη ευκολία.
«Γουστάρεις να πάμε κεράσω καμιά τυροπιτά,» Με ρώτησε ο Μάκης
«Ναι».
Σηκωθήκαμε και ήπια την τελευταία γουλιά από το κονιάκ στο όρθιο, το παγάκι είχε γίνει μικρό και ολοστρόγγυλο αλλά δεν είχε λιώσει ακόμη εντελώς. Κούνησα το ποτήρι κυκλικά για να το δω να κάνει το γύρο του θανάτου στα τοιχώματα. Έτσι χωρίς λόγο.

Χαιρετίσαμε το ζευγαράκι και βγήκαμε στο δρόμο με τον Μάκη. Δεν ήθελα τυρόπιτα. Μάλλον θα του πω να με κεράσει καμιά σπανακόπιτα, αν δεν έχει αντίρρηση.

4) Η φτωχή Τζούντι.

Η φτώχεια είναι κάτι παραπάνω από μια κατάσταση. Η φτώχεια είναι μια αχόρταγη θεά που κατασπαράζει κάθε συναίσθημα και σκέψη. Μια θεά που όταν είναι παρούσα δε μπορείς να κάνεις τίποτα παρά να γονατίζεις μπροστά της, να την λατρεύεις και να την παρακαλάς να σε αφήσει ελεύθερο. Όπου κι αν γυρίσεις είναι εκεί. Ότι και να αγγίξεις, με ότι και να καταπιαστείς, είναι χαραγμένο πάνω του το σύμβολο της. Αν όμως φτάσεις σε σημείο να την αποδεχθείς, σου φέρεται καλά. Σε κάνει να περνάς όλα τα εμπόδια , σε κάνει έναν ατρόμητο, δυνατό ηρώα που δε μπορεί να σε σταματήσει τίποτα. Σε στεγνώνει από κάθε οίκτο για τους άλλους. Σε μετατρέπει σε ένα αισιόδοξο και φιλόδοξο ων, σου προσφέρει όνειρα πρωτόγνωρα και σε τοποθετεί στο κέντρο από δοκιμασίες ζωής.

Τέλη Οκτωβρίου είναι πάντα μια μεταβατική περίοδος που περνάνε όσοι αγαπούν το καλοκαίρι. Τα τέλη του Οκτωβρίου είναι η εποχή που τελειώνουν και τα τελευταία αποθέματα του καλοκαιριού μέσα μας και είναι κάπως δύσκολα τα πράγματα. Ζω για το καλοκαίρι, αυτό είναι μια αλήθεια. Ο χειμώνας είναι απλή αναμονή. Σε μερικούς αρέσει ο χειμώνας αλλά ως συνήθως αυτοί είναι τίποτα μαλάκες. Τον χειμώνα κρυώνεις , βρέχεσαι, είσαι κακόκεφος λόγω του καιρού, συναχώνεσαι, σου πονάνε τα κόκαλα, παγώνουν τα πόδια και η άκρη της μύτης. Καταραμένος χειμώνας. Δε μπορώ να δω τίποτα θετικό στο χειμώνα. Η μέρα είναι υγρή, μουντή και αργοκίνητη σαν γεωσκώληκας. Το επόμενο καλοκαίρι απέχει αρκετά. Ίσως πρέπει να κανονίσω κάπως τι ζωή. Ίσως να βρω μια δουλειά.
Η ζάχαρη στο βαζάκι τέλειωνε και την έξυσα από τα τοιχώματα με το κουτάλι. Άνοιξα την τηλεόραση και ξάπλωσα στο καναπέ. Όταν κάθεσαι μέρες μέσα στο σπίτι, σε ρουφάει στο διαβρωτικό, υπνωτιστικό του στομάχι. Δεν έχεις όρεξη για τίποτα. Κάθεσαι άπραγος περιμένοντας να ξυπνήσεις από τον λήθαργο. Πέτυχα μια ταινία με νέους Αμερικάνους μέσα στην επιτυχία. Ρούφηξα λίγο φραπέ από το μακαρόνι που είχα για καλαμάκι. Καλαμάκια δεν είχα, αλλά χρησιμοποιούσα χοντρά μακαρόνια παστίτσιου νούμερο 1 , αφημένα στο ντουλάπι από τον παππού. Ευτυχώς είχε φτάσει η ζάχαρη. Αναρωτιέμαι ποιοι γράφουν αυτά τα σενάρια για αυτές τις ταινίες; Αυτοί οι νέοι ούτε καν το θεωρούσαν σημαντικό που έχουν  χρήματα για να τριγυρνάνε με τα αμαξάκια τους, να παρεξηγούνται για μικροπράγματα και να ερωτεύονται. Μια χαρά όλα. Ίσως επειδή πάντα για τους νέους γράφουν οι γέροι. Βάζουν τα γεροντικά , πασαλειμμένα, ξυλιασμένα, σαλιάρικα λόγια τους στα νεανικά στοματάκια. Οι νέοι στις περισσότερες ταινίες είναι το κακέκτυπο της εντύπωσης των γερασμένων σεναριογράφων. Ζηλιάρηδες γέροι κάθονται στις γραφομηχανές τους σκαρώνοντας ψευτονεανικούς διαλόγους με κακεντρέχεια και φθόνο για τα νιάτα που έχασαν. Τόσο θλιβεροί διάλογοι και συμπεριφορές. Μου τι δίνουν οι γέροι. Θα έπρεπε να έχουμε μια κοινωνία που να παίρνεις σύνταξη μέχρι τα τριάντα και μετά να αρχίζεις να δουλεύεις σαν το γαϊδούρι μέχρι να ψοφήσεις και να πέσεις κάτω από την δουλειά. Ποιο είναι το νόημα να είσαι νέος και να δουλεύεις; Ποιο είναι το νόημα να είναι αναγκασμένο ένα παιδί επί 12 χρόνια , 6 ώρες την ημέρα να κάθετε σκυμμένο σε ένα θρανίο; Να μάθει τι, εκτός από το πως να υπακούει τους μεγαλύτερους; Όλοι αυτοί οι κανόνες κατασκευάζονται από ζηλόφθονους γέρους. Είσαι νέος, θα πληρώσεις. Θα παρακολουθεις χωρίς να μπορείς να κάνεις τίποτα τους άνευρους καθηγητές, θα προσκυνήσεις τους ρυτιδιασμένους διευθυντές, τους ανέραστους σκηνοθέτες, τους καμένους προϊστάμενους και υπευθύνους.
Κάθε επιτυχία ενός νέου κρύβει τη συμβολή ενός γέρου. Θα πληρώσεις με τα νιάτα σου βρομονέε μέχρι να γίνεις σαν κι εμάς. Μέχρι να σκέφτεσαι σαν κι εμάς, μέχρι να συμπεριφέρεσαι σαν κι εμάς, ίσως τότε θα σε αφήσουμε ελεύθερο να τυραννάς τους επόμενους. Θα μάθεις τι σημαίνει να θες να εκδικηθείς και να μη μπορείς. Θα μάθεις πως μπορώ να σε καταστρέψω αν μου αντιμιλήσεις. Παλιοκαθίκι νέε. Άπληστε. Αχάριστε. Έξω από το γραφείο μου και μην ξαναπατήσεις μέχρι να σε δω γονατιστό ή πιο ρυτιδιασμένο.

Ψηλάφισα το σακουλάκι του καπνού, έδειχνε άδειο. Βρήκα μέσα λίγα τρίμματα και ένα ξεχασμένο, λερωμένο φιλτράκι. Προσπάθησα να το στρίψω προσεχτικά αλλά τα χέρια μου έτρεμαν και το μισό πήγε κάτω. Έστριψα ένα λεπτό και άνοστο τσιγαράκι, το τελευταίο μου. Εχθές μου τέλειωσαν και τα τελευταία χαρτονομίσματα. Πήγαν όλα στο αλκοόλ, ήταν μια καλή επένδυση, δεν έγινε τίποτα σημαντικό και γύρισα χειρότερος άνθρωπος από αυτόν που ήμουν πριν βγω από το σπίτι. Κάθε μέρα που περνά γίνομαι χειρότερος. Όλοι οι άνθρωποι ότι και να καταφέρουν όσο απομακρύνονται από την παιδική τους ηλικία γίνονται χειρότεροι. Το να μην έχεις μία βεβαία, κάνει αυτήν την διαδικασία πιο επίπονη. Από την άλλη εμείς που έχουμε ζήσει τα νιάτα μας στις χρυσές στιγμές της ελληνικής μεταπολίτευσης και τα έχουμε βρει όλα έτοιμα δεν έχουμε τόσο μεγάλο πρόβλημα να ξοδέψουμε τα τελευταία λεφτά μας στο αλκοόλ. Όπως και να το κάνεις είναι μεγάλη και σημαντική στιγμή όταν τελειώνουν τα χαρτονομίσματα. Είναι το όριο της φτώχειας. Στον ορισμό του φτωχού του δυτικού κόσμου πάντα υπάρχει το πριν και το μετά από το τελευταίο χαρτονόμισμα. Μετά έχει κι άλλα στάδια. Πριν και μετά την τελευταία στέγη. Πριν και μετά το τελευταίο πιάτο φαγητό που μπορείς να πληρώσεις μόνος σου και πάει λέγοντας.
Αυτό ήταν, δεν έχω φράγκο. Πιθανόν να έχω κάτι κέρματα αραδιασμένα από εδώ κι από εκεί. Ίσως είχε παραπέσει κανένα πενηντάλεπτο σε κανένα μπουφάν ή γιατί όχι και κανένα δίευρω, ποιος μπορεί να το αποκλείσει; Ακόμα και πίσω από το κρεβάτι. Κάτι μπορεί να βρεθεί εκεί πέρα. Ή ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ. Όλο και κάτι θα βρεις στα μαξιλάρια του καναπέ. Έχει αρχίσει και η ψύχρα. Σε λίγες μέρες θα χρειαστώ φιάλη για την γκαζόσομπα. Αυτό είναι, ούτε δουλειά, ούτε λεφτά. Αλλά είμαι νέος. Θα δουλέψω και θα τα καταφέρω. Θυμάμαι έναν τύπο που είχα γνωρίσει ένα καλοκαίρι πριν από αρκετά χρόνια. Ήταν χαμογελαστός, χοντρούλης, με πονηρά μάτια, γύρω στα τριανταπέντε. Είχε κάτσει τυχαία στη παρέα μας. «Εγώ παιδιά» είχε αρχίσει να λέει και βάρεσε σιγανά το στήθος του με τη παλάμη.
«Εγώ άρχισα από το τίποτα. Μόνο με τα χέρια μου. Με τα γυμνά μου χέρια ξεκίνησα όταν ήμουν στην ηλικία σας. Δεν πήρα από κανέναν βοήθεια, ούτε από γονείς, ούτε συγγενείς. Δούλεψα και δούλεψα. Άρχισα από το μηδέν. Και τώρα....» Μας είχε κοιτάξει θυμάμαι έναν- έναν, σηκώνοντας με νόημα τα φρύδια του. « Και τώρα...μετά από τόσα χρόνια δουλειάς, χρωστάω τριάντα χιλιάδες ευρώ...»


Το καλοκαιράκι. Τι ωραίο που είναι το καλοκαιράκι; Ήθελα κάποιον να μου το θυμίσει. Έψαξα επίτηδες στο καλοκαιρινό μου τσαντάκι για μια χαρτονένια κομμένη γωνία συσκευασίας από αντικουνουπικό φιδάκι. Την βρήκα. Έγραφε με ένα μπλε μαρκαδόρο «Τζούντι» το μέιλ και το τηλέφωνο της.



 Έστειλα μειλ. Μέσα σε μια ώρα πήρα τρεις απαντήσεις. Φαίνεται η Τζούντι δεν είχε τι να κάνει και περνούσε όλο τον καιρό της στο ίντερνετ.
Το όνομα της κανονικά ήταν Μάρθα αλλά σε κάποια φάση την είπα Τζούντι για πλάκα και το κράτησε. Της άρεσε. Πάντα υπάρχει μια Τζούντι- Μάρθα που θα μας κατατρέχει. Όλοι οι άνθρωποι ανακαλύπτουν και από μια Τζούντι στη ζωή τους για να κυνηγάνε. Το έχουν ανάγκη. Την κυνηγάνε με υπομονή και σύνεση, βήμα βήμα, ακολουθώντας τα ίχνη της για μέρες και μήνες και χρόνια. Το σώμα του χόμο σάπιενς είναι φτιαγμένο για να κυνηγάει με υπομονή. Είμαστε προικισμένοι με τρία πράγματα, να τρέχουμε με δυο πόδια τεράστιες αποστάσεις , να έχουμε πόρους για τον ίδρωτα και υπομονή. Διάβαζα προχθές πως οι επιστήμονες έχουν αποδείξει ότι όποιο ζώο και να κυνηγήσουμε στην ξηρά θα το φτάσουμε, μπορεί να μας πάρει καιρό αλλά θα το φτάσουμε. Έκτος βέβαια και αν πρόκειται για έναν άλλον άνθρωπο.
Είχαμε γνωριστεί το καλοκαίρι. Ανάβλυζε νεότητα, μόλις 19 χρονών. Χαμογελαστή, μελαχρινή με μακριά κατάμαυρα μαλλιά, καθαρά μαύρα στρόγγυλα μάτια, ψηλή, ευθυτενής, με δυνατές γάμπες, μικρά στήθια και ένα κώλο από τη κόλαση. Ήταν μαζί με μια φίλη της. Οι δυο τους διακοπές σε ένα παραθεριστικό μέρος καμιά 100 χιλιόμετρα από την πόλη. Γνωριστήκαμε αρχικά σαν παρέες αλλά σιγά-σιγά ερχόμασταν όλο και πιο κοντά οι δυο μας. Από την δεύτερη μέρα, περνούσαμε όλο τον καιρό μαζί. Το πρωί πίναμε μαζί καφέ, το μεσημέρι πηγαίναμε στη θάλασσα, το απόγευμα μαγειρεύαμε και τρώγαμε μαζί και το βράδυ πίναμε και χορεύαμε μαζί. Ποτέ όμως μόνοι, όλο και κάποιος άλλος θα ήταν μαζί μας για να μας επιβάλει την ανισορροπία του.
«Πότε θα φιληθούμε;» Της είχα ψιθυρίσει μια φορά στο αυτί έτσι πως καθόμασταν στις διπλανές καρέκλες, πίναμε κρασί σε μια ταβέρνα και είχε αφημένο το χέρι της πάνω στο ωμό μου. «Ποτέ!», μου είχε απαντήσει κάθετα . Και όλο ερχόταν πιο κοντά μου. Την κοιτούσα μέσα στα μάτια μεθυσμένος και ύστερα με παρατούσε.
«Φεύγει η φίλη μου», μου έλεγε όταν άρχιζε να ανάβει το κέφι στα μπαρ και όλοι άφηναν το καλοκαιρινό γλέντι να τους συνεπαίρνει. «Πρέπει να πηγαίνω».
«Γιατί πρέπει να φύγεις κι εσύ;» Ρωτούσα θαυμάζοντας την ομορφιά της.
«Δε μπορώ να την αφήσω μονή».
«Δε θες να είσαι μαζί μου;»
«Θέλω αλλά δε γίνετε, θα τα πούμε αύριο». Χαμογελούσε με ένα παιδικό χαμόγελο σήκωνε το γυναικείο χέρι της και με αποχαιρετούσε. Εγώ συνέχιζα να πίνω, δεν είχα σθένος να μιλήσω με άλλη γυναίκα. Τα έδινα όλα στη Μάρθα και αυτή άπλα έφευγε. Με άφηνε έτσι εξουθενωμένο συναισθηματικά να κάθομαι στο μπαρ μόνος. Σκεφτόμουν ότι αν μια γυναίκα θέλει να είναι μαζί με έναν άντρα δεν υπολογίζει ούτε φίλες ούτε τίποτα, άπλα είναι μαζί του. Αλλά μου άρεσε μόνο και μόνο που ήμουν δίπλα της, δε μπορούσα να κάνω αλλιώς, λες και ήμουν στριμωγμένος σε μια γωνία και προβαλλόταν μόνο αυτή μπροστά μου. Ήμουν αναγκασμένος να πάρω ότι μου δίνει.
Τις κενές ώρες του μεσημεριού, μετά τη θάλασσα, καθόμασταν σε δυο αντικριστές καρέκλες, στριμώχναμε τα πόδια μας ο ένας στη καρέκλα του άλλου, διαβάζαμε τα βιβλία μας και πίναμε φτηνό κόκκινο κρασί σε μικρά πλαστικά ποτηράκια. Εγώ είχα μαζί μου ένα λογοτεχνικό και αυτή είχε ένα χοντρό, ιστορικό βιβλίο που φανερά τη δυσκόλευε και όλο αφαιρούνταν.
«Περίμενα ότι θα με πάρεις τηλέφωνο για να σου πω που σου έχω κρύψει το γράμμα που σου άφησα». Μου έγραψε στο μέιλ.
«Τι γράμμα» ρώτησα;
«Σου άφησα ένα γράμμα για να το διαβάσεις όταν θα ξαναγύριζες».

Τα γεγονότα είχαν ως έξης. Θυμάμαι ήταν ένα καυτό αυγουστιάτικο Σάββατο. Όχι ότι το καλοκαίρι στα παραθαλάσσια μέρη παίζει και μεγάλο ρολό τη μέρα είναι. Ξύπνησα πρωί-πρωί πριν από όλους με μια κακή διάθεση και το σώμα γεμάτο αλκοόλ. Το προηγούμενο βράδυ είχε συμβεί ξανά το ίδιο με τη Μάρθα. Με πλησίαζε, με πλησίαζε και στο τέλος με παράτησε. Σηκώθηκα σαν ζόμπι χωρίς καν να πιω καφέ και πήγα να βγάλω εισιτήριο με το πλοίο από το παραδιπλανό λιμάνι που πήγαινε απευθείας στο απέναντι νησί. Το πλοίο έφευγε τα χαράματα, είχα ακόμα καμιά 18 ώρες. Γύρισα πίσω και δεν είπα σε κανέναν τίποτα ούτε καν στον Λούη. Η Μάρθα θα έφευγε την Τετάρτη.
Το βράδυ της το είπα κατά τη μια μετά από ένα διασκεδαστικό χορό σουίνκ.
«Δε το πιστεύω».
«Αλήθεια είναι». Της έδειξα το εισιτήριο. Άνοιξε λαχανιασμένη διάπλατα τα μάτια και με κοίταξε.
«Σε παρακαλώ μη φύγεις. Μη φύγεις», μου έλεγε.
«Τώρα πάει. Το έβγαλα το εισιτήριο.»
«Και τι έγινε; Σε παρακαλώ. Μη φύγεις», έλεγε και μου σφράγιζε τα δάχτυλα με τις δυο παλάμες της.
«Έκτος αυτού, έχω γενέθλια την Τρίτη. Δε μπορείς να φύγεις. Δε θα είσαι εδώ στα γενέθλια μου; Και την Τετάρτη φεύγω. Φύγε την Τετάρτη δε μπορείς να φύγεις σήμερα το πρωί. Τι ώρα φεύγει το πλοίο;»
«Στις 7 το πρωί.»
«Σε 6 ώρες; Όχι ρε.... Σε παρακαλώ. Δε μπορείς να φύγεις.»
«Πρέπει».
«Καλά... Πάω λίγο στην Ιωάννα».
«Οκ. Εγώ πάω λίγο έξω».

Βγήκα έξω από το παραθαλάσσιο μπαρ. Έκατσα σε ένα πεζούλι απέναντι από το μικρό λιμάνι. Από πάνω με κοιτούσαν δισεκατομμύρια άστρα. Ένιωθα μόνος. Έκανα ένα τσιγάρο. Είχε κάποιος άλλος εκεί πάνω την νοημοσύνη να νιώθει μόνος; Έκανα ένα δεύτερο τσιγάρο. Θυμάμαι πόσο ήθελα να είμαι δίπλα στη Μάρθα-Τζούντι. Αλλά τι νόημα είχε αν δεν ήθελε αυτή να είναι δίπλα μου; Πως γίνεται αυτό; Την ίδια στιγμή να λέει άλλα και άλλα να κάνει. Πριν 15 λεπτά με παρακαλούσε να μείνω, γιατί; Και τώρα ούτε καν έρχεται να με βρει. Κάπνισα ακόμα ένα τσιγάρο κοιτώντας την ήσυχη μπλαβισμένη νυχτερινή θάλασσα με τα φωτάκια του χωρίου να αντανακλώνται χοροπηδηχτά πάνω της. Πήγα ξανά μέσα. Πλησίασα τη Μάρθα. Κάπνιζε και έπινε από ένα θολό μακρουλό ποτήρι με καλαμάκι. Το μοιραζόταν με τη φίλη.
«Που είσαι εσύ;» Μου είπε όταν πλησίασα.
«Έξω ήμουν. Γιατί δεν ήρθες να με βρεις;»
Πήρε μια έκφραση απορίας.
«Νόμιζα... ήθελες να μείνεις μόνος.»
«Όχι ρε Τζούντι. Έτσι το είπα... Για να έρθεις».
«Δε το κατάλαβα. Α... ακούς. Πριν ήρθε αυτός ο βλάκας και μου την έπεσε».
«Ποιος;»
«Αυτός μωρέ με τα ράστα. Που την έχει δει ωραίος. Ο χαζός.»
«Άντε πάλι σου 'φεξε».
«Τι λες μωρέ. Δε μου αρέσει καθόλου.»
«Γιατί σου αρέσει και κανένας;»
«Μπορεί.... Αχ αυτό το τραγούδι το γουστάρω πολύ», είπε και με έπιασε και από τα δυο τα χέρια, όπως πιάνουν αυτούς που βοηθούν να περπατήσουν για πρώτη φορά μετά από χρόνια.
Χορέψαμε. Ήταν ένα τραγούδι του 60. Ωραίο. Ανεξίτηλο. Αυτή χόρευε με χάρη κυματίζοντας τους καρπούς της κοντά στο κεφάλι και με κοιτούσε στα μάτια.
Την παρέσυρα λίγο παράμερα πίσω από μια κολόνα του μαγαζιού.
«Έλα να δοκιμάσουμε κάτι», της είπα και πήγα να τη φιλήσω. Γύρισε το κεφάλι.
«Δε θέλω. Όχι. Δε θέλω».

Ύστερα θυμάμαι να πίνω και να πίνω. Από την αρχή της βραδιάς είχα πάρει 3-4 τζιν με τόνικ. Είναι ωραίο καλοκαιρινό ποτό το τζιν με τόνικ. Ρώτησα τον μπάρμαν τι ώρα είναι. 5 μίση μου είπε.
«Την κάνω ρε», του είπα.
«Θα τα πούμε αύριο», μου απάντησε και μου έδωσε το χέρι του στον αέρα. Τον είχα συστήσει να τον πάρουν σε αυτή τη δουλειά και με κερνούσε.
«Όχι... Την κάνω... πάω απέναντι για καμιά βδομάδα. Αλλά θα ξαναγυρίσω».
«Αλήθεια;. Που θα πας ρε... Κάτσε εδώ».
«Ε... έβγαλα εισιτήριο».
Του άφησα ένα πεντάευρω. Δεν θα ήταν ούτε 20. Σωματώδης και όμορφος με διάφορα πίρσινκ στο πρόσωπο. Το πήρε και το έβαλε στο ταμείο. Με κοίταξε συγκαταβατικά, άπλωσε το χέρι του και μου έδωσε δυο φιλικές σφαλιαρίτσες στο μάγουλο.
«Μη τυχόν και δε ξανάρθεις μαλάκα μου», είπε και γύρισε πάλι σε μια υπέρ βαμμένη τριαντάρα με μαλλί κομμωτηρίου που μιλούσαν από πριν. Την παρατήρησα και αναρωτιόμουνα που το βρήκε το κομμωτήριο σε αυτό το απομονωμένο παραθαλάσσιο μέρος; Μπορεί να είχε καμιά φίλη κομμώτρια που ήρθαν μαζί, θα μένουν μάλλον στο ίδιο δωμάτιο και η άλλη θα έφερε όλα τα σύνεργα κομμωτικής, ή δε γαμιέται.
Η Μάρθα μιλούσε με τη φίλη της και είχε ένα φιλτράκι στην δεξιά άκρη των χειλιών ενώ με τα δάχτυλα της έσιαχνε τον καπνό μέσα στο τσιγαρόχαρτο. Την πλησίασα.
«Πάω σιγά- σιγά προς το κάμπινγκ».
«Κάτσε θα έρθω κι εγώ σε λίγο».
«Πρέπει να ξεστήσω σκηνές και τέτοια».
«Περίμενε πάμε μαζί».
«Την κάνω μωρέ», είπα και έφυγα.
Περπατούσα προς το κάμπινγκ και άκουσα τη φωνή της.
«Περίμενε!» Γύρισα και την είδα να τρέχει άτσαλα στην άμμο προς το μέρος μου. Οι περισσότερες γυναίκες όταν προσπαθούν να τρέξουν το κάνουν άτσαλα.
Περπατήσαμε μαζί. Ήταν η πρώτη φορά στις οκτώ μέρες που μέναμε εντελώς μονοί οι δυο μας.
«Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;» Την ρώτησα.
«Τι κάνω;»
«Αφού ρε γαμώτο μου πρέπει να είμαστε μαζί. Γιατί το κάνεις αυτό;»
Δεν απάντησε. Ούτε με κοίταξε. Παρατηρούσε κάτω τη νοτισμένη άμμο της παράλιας από την βραδινή δροσιά καθώς βούλιαζαν τα πόδια μας μέσα της σε κάθε βήμα.
«Δηλαδή ρε πούστη μου. Θέλουμε όλη μέρα να είμαστε μαζί. Καθόμαστε μιλάμε κάνουμε τα πάντα και τι... Γιατί αρνείσαι;»
«Δε θέλω», μου είπε άπλα. «Δε σε θέλω», συμπλήρωσε.
Δεν είχα τι να πω. Όταν στο λένε αυτό καίγεται η φύση σου.
«Θέλω πίσω το μπλουζάκι που σου έδωσα», της είπα απότομα.
Τα μάτια της φάνηκαν να βουρκώνουν.
Το μεσημέρι της είχα δώσει να φορέσει ένα μπλουζάκι μου και το βραδάκι της είπα να το κρατήσει για να με θυμάται.
Φτάσαμε στο κάμπινγκ.
Άρχισα να μαζεύω με απότομες κινήσεις την σκηνή. Αυτή κάθισε με σταυρωμένα τα χέρια σε ένα κούτσουρο και κοιτούσε.
«Τι έγινε με το μπλουζάκι;»
«Περίμενε θα στο φέρω», ψέλλισε ανάμεσα σε κάτι μικρούς λυγμούς και σηκώθηκε.
Είδα από απέναντι τον Λούη να έρχεται με μεθυσμένο βήμα.
«Έλα να με βοηθήσεις με τη σκηνή», του φώναξα.
«Τι φεύγεις ρε μαλακά;» Απάντησε κοιτώντας τη σκηνή και υπολογίζοντας πόσο δύσκολο θα ήταν να με βοηθήσει στο ξεστήσιμο τέτοια ώρα. «Άραξε. Που να τρέχεις τώρα;»
«Έλα βοήθα λίγο με τη σκηνή.»
«Ρε μαλακά . Θέλω να φάω μια λουκανόπιτα πρώτα. Ε; Να πάω να φάω μια λουκανόπιτα και μετά θα έρθω να σε βοηθήσω. Ε; Εντάξει;» Χαχάνισε και έφυγε παραπατώντας.
Είχα γίνει λέτσος από τη σκόνη που ήταν κολλημένη στο κάτω μέρος της σκηνής. Είδα την Μάρθα να ξανάρχεται με κοκκινισμένα μάτια
Μου έδωσε πίσω καλοδιπλωμένο το γαλάζιο μπλουζάκι μου. Πρώτη φορά το έβλεπα έτσι. Το πήρα και το πέταξα στη βαλίτσα. Κάθισε στο ίδιο κούτσουρο με πριν και άρχισε να κλαίει.
Έσπασα στα δυο. Μετά στα δυο εκατομμύρια.
Γονάτισα δίπλα της.
«Καλά κλαις; Μη κλαις.»
Της έπιασα τα μαγουλά με τις παλάμες και την χάιδεψα.
Πλησίασα το πρόσωπο μου και την φίλησα ελαφρά στα χείλη, δεν έφερε αντίρρηση αλλά ούτε γύρισε το φιλί μου. Σηκώθηκα και της ξανάδωσα το μπλουζακι. Το βλέμμα της έδειχνε ότι δεν ήταν αυτή η ίδια εκεί, σαν να έβλεπε τον εαυτό της από τρίτο πρόσωπο. Κράτησε αδύναμα το μπλουζάκι με κοιτούσε και συνέχιζε να κλαίει με λυγμούς.
Κατάφερα να διπλώσω, να τυλίξω και να ζουπιξω τη σκηνή μέσα στη μακρόστενη θήκη της. Ήταν μια θήκη από αυτές που είναι ειδικά κατασκευασμένες για να χάνεις το πλοίο.
«Πάω να δέσω τα πράγματα στο μηχανάκι».
Με ακολούθησε αμίλητη σαν μαριονέτα.
«Φεύγω», είπα.
Χαμογέλασε με κοκκινισμένα μάτια.
«Να με πάρεις τηλέφωνο. Στα γενέθλια μου την Τρίτη, καλά;»
«Καλά. Αλλά δε το έχω»
«Το έχεις. Στο έδωσα».
«Δεν μου το έδωσες».
«Στο έκρυψα κάπου». Χαμογέλασε μέσα από τα δακρυσμένα μάτια της.
«Κι αν δεν το βρω».
«Θα το βρεις σίγουρα».
«Σίγουρα ε; Στα τσιγάρα μου μήπως;»
«Ναι».
Αγκαλιαστήκαμε και την αποχαιρέτησα. Λίγο αργότερα είχα κοιτάξει μέσα στο πακέτο του καπνού και είχα βρει μια γωνίτσα από ένα αντικουνουπικό φιδάκι με το τηλέφωνο και το μέιλ της.

Δεν την πήρα τηλέφωνο στα γενέθλια της. Δεν είχα να διαθέσω λεφτά ούτε για ένα μήνυμα.
Τώρα μετά από δυο μήνες από εκείνο το Σάββατο μου έγραφε σε ένα καινούργιο μέιλ, πως μου είχε αφήσει ένα γράμμα κάτω από μια μεγάλη πέτρα δίπλα στο κούτσουρο που καθόταν με σκοπό να το διαβάσω όταν γυρίσω. Το γραμμα μάλλον θα το είχε φάει η γη όπως όλα.

«Το έχω αντιγράψει σε χαρτί. Θα στο στείλω μια από αυτές τις μέρες».
Πήρα το γράμμα σε μέιλ μετά από μερικές μέρες. Έγραφε ότι πέρασε υπέροχα μαζί μου και με όλη την παρέα, ότι της λείπω εγώ και όλα αυτά που κάναμε, μα περισσότερο αυτά που δε κάναμε. Ότι νιώθει μια πραγματική νοσταλγία για τα μέρη που δε πήγαμε, για αυτά που δεν συζητήσαμε, για τα φαγητά που δε μαγειρέψαμε, για το φιλί που ποτέ δεν δώσαμε και για τα αγγίγματα που ποτέ δεν ανταλλάξαμε.
Τα φιλί και τα αγγίγματα που δε ανταλλάξαμε... Από μακριά μια χαρά μπορούσε να μιλάει για αυτά. Είμαι σίγουρος ότι αν την είχα τώρα δίπλα μου, θα τα έπαιρνε όλα πάλι πίσω. Μου ξανάρθε στη μνήμη σαν πέτρα στο κεφάλι ο πόθος για το κορμί της. Όταν πραγματικά νιώθεις πόθο για ένα κορμί μοιάζει απόκοσμο. Νομίζεις πως το άγγιγμα του θα σε φέρει στα ουράνια να τυλίγεσαι μαζί του στα σύννεφα και ότι οι αισθήσεις σου θα είναι πολύ μικρές για να χωρέσουν τόση ηδονή. Και όλα αυτά τα νιώθεις μόνο για τα κορμιά των ανθρώπων που δε θα χαρείς ποτέ πάνω σου, και έτσι απλά συνεχίζεις να είσαι φτωχός.


ΠΑΤΑ ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ 5) Ο Αλέκος!