Ενα online Μυθιστόρημα, Νίκος Χατζόπουλος

Ενα online Μυθιστόρημα, Νίκος Χατζόπουλος.

Το παρόν μυθιστόρημα απευθύνεται σε ενηλίκους και απαγορεύεται η ανάγνωση του σε άτομα κάτω των 18 ετών.

Ως μυθιστόρημα:

1) Κάθε πρόσωπο και συμβάν είναι στη σφαίρα της φαντασίας και κάθε σχέση με πραγματικά πρόσωπα και συμβάντα είναι συμπτωματική.

2) Ότι γράφεται εντός ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας και δεν πρέπει να λαμβάνεται ως γεγονός , συμβουλή,παραίνεση (κτλ.)

της πραγματικότητας .

3) Απαγορεύεται:

α) η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του κείμενου χωρίς την απαραίτητη αναφορά στο όνομα του συγγραφέα.

β) η χρησιμοποίηση μερών ή ολόκληρου του κείμενου για εμπορικούς ή διαφημιστικούς σκοπούς.


Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

12) Η αγάπη είναι ένα ρεύμα.

Παρασκευή σήμερα. Πάλι βρέχει έξω. Γύρισα από τη δουλειά και κοιμήθηκα φτιάχνοντας ένα απόφθεγμα στο μυαλό μου για να με πάρει ο ύπνος. Όταν ξύπνησα το αποτελείωσα, “η Αγάπη είναι ένα ρεύμα που ενώ θέλουμε να κολυμπήσουμε μεσοπέλαγα μας σπρώχνει προς τα βράχια”. Είναι διασκεδαστικό να φτιάχνεις αποφθέγματα, όπως άλλωστε είναι διασκεδαστικά τα περισσότερα ανούσια πράγματα. Το ξαναδιάβασα. “Η Αγάπη είναι ένα ρεύμα που ενώ θέλουμε να κολυμπήσουμε μεσοπέλαγα μας ρίχνεις προς τα βράχια”. Προσπαθούμε να ανοιχτούμε στα βαθιά δηλαδή και η αγάπη μας διαλύει στα βράχια. Μαλακίες.
Την Παρασκευή στη δουλειά υπάρχει ένα αισιόδοξο κλίμα. Όλοι είναι σχετικά χαρούμενοι και όταν τελικά σχολάς, δεν λες «Γεια», λες «Καλό Σαββατοκύριακο», και αυτό δίνει μια εναλλακτική βραχυπρόθεσμη έννοια στη ζωή σου. Σου χαμογελάνε και σου απαντάνε και αυτοί «Καλό Σαββατοκύριακο...» αλλά ποιος ξέρει τι έχει ο καθένας στο κεφάλι του; Πολλές φορές με προβληματίζουν αυτοί οι μεσήλικες. Τους βλέπω να κάθονται εκεί αμίλητοι και δε ξέρω τι σκαρώνουν στο μυαλό τους. Ως συνήθως νομίζω θα σκέφτονται πως θα βγάλουν κανένα ευρώ παραπάνω. Παρασκευή έχουν όλοι μια συνήθεια να τα κόπανε στο κυλικείο. Κατέβηκα και εγώ σήμερα. Με έστειλε ο διευθυντής να πάρω μια υπογραφή από έναν υπάλληλο. Τον Περικλή ή Πέρι όπως τον φώναζαν όλοι. Αυτός ήταν οδηγός φορτηγού και μόνιμος του κυλικείου. Κοντοστάθηκα λίγο παράμερα μέσα στο κυλικείο ανάμεσα στις αλκοχολιασμένες αναπνοές και όταν με κοίταξε του έκανα νόημα πως ήθελα μια υπογραφή με τον ίδιο τρόπο που ζητάς λογαριασμό στις ταβέρνες από απόσταση.
«Έλα ρε φιλόσοφε για πες», φώναξε να ακούσουν και οι άλλοι. Κάπου θα είχε ακουστεί ότι πήγα να σπουδάσω φιλοσοφία. Ποτέ δε φανταζόμουν όταν άρχιζα τη σχολή, ότι κάποτε θα το έβλεπα όλο αυτό ως ένα τεράστιο μειονέκτημα έτοιμο να χλευαστεί εύκολα από τον καθένα. Πλησίασα τον Πέρι με προτεταμένο ένα χαρτί και ένα στυλό.
«Να μια υπογραφή εδώ», του είπα και του έδειξα το σημείο.
«Τι υπογραφές μωρέ...» κοίταξε το χαρτί σιχασιάρικα και απαξιωτικά, «βαλ΄ την εσύ για μένα».
«Εντάξει», έβαλα το χαρτί στο λαδωμένο τσίγκινο τραπέζι και υπέγραψα «Πέρις» με μια- δυο καλλιτεχνικές πεταχτές γραμμές.
«Θα πιεις μια μπίρα ρε Κωστάκη», με ρώτησε ο Περις. Κωστάκη λέγανε αυτόν που έκανε την ίδια δουλειά με μένα πριν από μένα. Δεν τον γνώρισα αλλά μου το είχε πει η Νίτσα.
«Δε το λένε έτσι το παιδί», πετάχτηκε ένας παραδίπλα.
«Τέλος πάντων. Θα πιεις μια μπίρα να κεράσω;» ξαναείπε και με κοίταξε μέσα στα μάτια μισοχαμογελώντας κάτω απο το άσπρο μουστάκι του. Έμοιαζε με τον τύπο απο την μονόπολη μόνο που οι κόρες του γυάλιζαν και το γύρω-γύρω τους είχε ένα νοσηροκίτρινο χρώμα καλαμποκίσιου ψωμιού.
«Εντάξει», απάντησα και ο κυλικιάρχης που καραδοκούσε μου άνοιξε ένα μεγάλο μπουκάλι μπίρας τσάκα-τσάκα και μου το έδωσε. Οι θαμώνες συζητούσαν ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να μαγειρέψεις κουνέλι από κυνήγι. Μου πήρε κανένα τέταρτο να πιω τη μπίρα αραχτός στη γωνίτσα μου και ύστερα τους πέταξα ένα «καλό Σαββατοκύριακο» και έφυγα για το σπίτι.


Αργά το απόγευμα ήρθε ο Λούης και έφερε να πιούμε δυο μπουκάλια λευκό κρασί πριν την προκαθορισμένη νυχτερινή μας έξοδο. Ήταν μουσκεμένος. Στη μύτη του και στα μαγουλά του είχε κρεμασμένες σταγόνες τις βροχής. Άναψα τη σόμπα και κάθισε κοντά να στεγνώσει. Έβαλα στον υπολογιστή να παίζει κάτι επιλογές χαλαρά τραγουδάκια για να έχουμε κάτι να ακούμε. Κάναμε γεια μας και πίναμε αμίλητοι. Τότε ξεκινάει η πραγματική φίλια όταν κάθεσαι με τον φίλο σου και δε μιλάς. Άπλα κάθεσαι εκεί και είναι σαν να είσαι μόνος αλλά δεν είσαι μόνος.
«Τι λέει με αυτή την κοπέλα την Λια;»
«Καλά εντάξει. Καλά τα πάμε».
«Κανονικά δηλαδή, μένει εδώ και όλα ε;»
«Ε σχεδόν ναι».
«Καιρό είχες να τα φτιάξεις».
«Τώρα που το λες...»
«Ωραία, θα έρθει μαζί μας σήμερα;»
«Μπα έχει κανονίσει να βγει με κάτι φίλους της».
«Να βγούμε καμιά μέρα όλοι μαζί να φέρει και καμιά φίλη της. Κι εγώ θέλω να τα φτιάξω».
«Θα κανονίσει λέει».
«Άντε να δούμε...»
Σταματήσαμε να μιλάμε και πίναμε το κρασί.

«Α δε σου είπα. Πήγα εχθές σε μια συνέντευξη για δουλειά», έκανε ο Λούης μετά από κανένα μισάωρο.
«Έλα ρε για πες.»
«Άκου- άκου έχει γέλιο. Που λες διαβάζω αγγελία. Ζητείται νεαρός για ίντερνετ καφέ. Παίρνω τηλέφωνο, μου απαντάει ένας τύπος. Μου λέει αγγλικά ξέρεις. Ξέρω του λέω. Έχεις πτυχίο υπολογιστών με ρωτάει; Όχι, λέω, αλλά τους υπολογιστές τους παίζω στα δάχτυλα. Τι πτυχίο έχεις; Απολυτήριο λυκείου. Καλά μου απαντάει, έλα στις 5 το απόγευμα στη τάδε οδό στο κέντρο. Πάω λοιπόν, ήταν γραφείο δεν ήταν το μαγαζί, μπαίνω στο γραφείο. Εσύ είσαι Ο; Με ρωτάει ο τύπος ο εργοδότης. Λούης λέω. Ήταν ήδη ένας μέσα που περίμενε και αυτός συνέντευξη. Κάθισα διπλά του σε μια καρέκλα και περίμενα. Το αφεντικό, ψιλομούτρο. Σε κάποια φάση ήρθαν και άλλοι τρεις υποψήφιοι. Μας είχε εκεί όλους απέναντι το αφεντικό και ρωτάει τον πρώτο, γνώσεις και τέτοια. Είχε πάει σε σχολή υπολογιστών. Ο δεύτερος είχε τελειώσει πανεπιστήμιο πληροφορική. Ο τρίτος και ο τέταρτος κάτι παρόμοια τώρα δε θυμάμαι ακριβώς. Με ρωτάει και μένα λέω απολυτήριο λυκείου.
»Εντάξει παιδιά θα σας ειδοποιήσω μέσα στη βδομάδα γιατί υπάρχουν και κάτι άλλοι υποψήφιοι. Σηκωνόμαστε που λες να φύγουμε. Λέει σε μένα . Εσύ με τη πράσινη τη μπλούζα πως σε είπαμε. Λούης λέω. Εσύ Λούη για κάθισε λίγο. Με κόβει έτσι από πάνω ως κάτω.... Λούη... Κοίτα να δεις πως έχουν τα πράγματα μου λέει. Ο τύπος μαλάκα μούτρο έτσι; Φάτσα, βλαχόμουτρο ας πούμε. Με ένα γλυμμένο μαλλί . Κάπως, ξέρω 'γω. Άκουσε μου λέει Λούη. Τα αλλά τα παιδιά πτυχιούχοι μεν αλλά εγώ κόβω φάτσες και... τα είδες ήταν λίγο πως να το πω... έτσι... φλωράκια. Η δουλειά εδώ θέλει τσαγανό. Εσύ φαίνεσαι περπατημένος νεαρός. Λοιπόν να σου πω την αλήθεια δεν είναι ακριβώς ίντερνετ καφέ, πρόκειται για τυχερά ηλεκτρονικά παιχνίδια. Α φρουτάκια; Ρωτάω. Ναι μου απαντάει και περιμένει να δει αντίδραση. Εγώ τίποτα ψύχραιμος. Θέλω κάποιον έτσι να κάθεται στο μαγαζί να προσέχει τα πάντα, αν με καταλαβαίνεις, αλλά που να παίρνει στροφές το νιονιό του. Είσαι μέσα; Ναι του λέω. Δεν κλείσαμε στάνταρ αλλά είπε θα τηλεφωνήσει.».
«Έλα ρε....»
«Ναι.»
«Σε πήρε σήμερα.»
«Όχι ακόμα».
«Αυτό είναι παράνομα ε;»
«Ναι».
«Άρα θα πληρώνει καλά.»
«Ε, ελπίζω.»
«Άντε να δούμε....»

«Βλέπω κάτι τσόντες τελευταία στο ίντερνετ.» Είπε μετά από λίγο ο Λούης.
«Τι τσόντες;»
«Cfnm»
«Τι είναι αυτό;»
«Δε το ξέρεις ε;»
«Όχι».
«Είσαι πίσω...»
«Για πες τι σημαίνουν τα αρχικά ».
«Προσπάθησε να το βρεις...»
«Ε δε ξέρω, crazy female… δε ξέρω»
«Το δεύτερο το βρήκες. Άντε θα σου πω... Σημαίνει clothed females naked man (ντυμένες γυναίκες γυμνός άντρας). Και είναι συνέχεια το ίδιο σενάριο.»
«Δηλαδή;»
«Να, είναι ένας και καλά άντρας κάπου έτσι μόνος του... σε δοκιμαστήριο, σε καμιά αποθήκη, κάπου σε ένα απομονωμένο δωμάτιο ας πούμε και τον παίζει γυμνός. Ξαφνικά μπουκάρουν μέσα τρεις-τέσσερις γυναίκες. Και του λένε.... Τι κάνεις εσύ εδώ;! Αυτός τρομάζει και μετά ξέρεις, του κάνουν διάφορα, τον μαλώνουν τον χουφτώνουν αλλά δεν ξεντύνονται. Είναι αυτός γυμνός και αυτές ντυμένες.»
«Καλό... ρεαλιστικό».
«Ναι, άντε ετοιμάσου σιγά σιγά».


Φτάσαμε νωρίς, δεν είχε πάει καν δέκα το βράδυ. Συνήθως βγαίνουμε μετά τα μεσάνυχτα αλλά σήμερα είχε μια καινούργια φάση που λένε. Ήταν τα εγκαίνια από ένα καινούργιο μαγαζί κάτι ανάμεσα σε γκαλερί- μπαρ και με υποσχόμενα live . Θα είχε τζάμπα διάφορα συγκροτήματα για τη γνωριμία του με το κοινό όπως έγραφε και η αφίσα. Μια αφίσα που μάλλον διάβασε όλη η πόλη καθώς όλοι το συζητούσαν.
«Δε θα πας στο Tekgalery; Α θα είναι πολύ καλή φάση», λέγανε οι κοπελίτσες και τα αγοράκια.
Έτσι κι εμείς με τον Λούη βάλαμε τα καλά μας και ετοιμαστήκαμε για βραδινή έξοδο, παρασκευή βράδυ. Είναι ωραία η Παρασκευή. Friday στα αγγλικά, Freitag ή Fredag την λένε οι βόρειοι. Έχω ακούσει ότι βγαίνει από το όνομα της θέας Φράι, που ήταν κάτι σαν την Αφροδίτη και φαινόταν να στέλνει και τις ευχές τις προς τα μέρη μας καθώς υπήρχε μια διάχυτη διάθεση για φλερτ στην ατμοσφαίρα.
Καθίσαμε με τον Λούη σε ένα ξύλινο πεζούλι έξω από τις συναυλίες. Ήταν διάφοροι γνωστοί από γύρω. Άλλοι χαζοπαζάρευαν από εδώ και από εκεί, άλλοι μέσα παρακολουθούσαν τις συναυλίες και άλλοι άραζαν στα πεζούλια. Άνοιξα το πλαστικό μπουκαλάκι του νερού που το είχα γεμίσει ρακί από το σπίτι και κουτσοεπίνα. Ο Λούης σηκώθηκε και άρχισε να σουλατσάρει και να χαιρετάει τον κόσμο.
Δίπλα μου στο πεζουλάκι καθόταν δυο κοπέλες που μιλούσαν αγγλικά. Από μέσα ακουγόταν ένα γκρουπ που έπαιζε κάτι σε εναλλακτικό ροκ. Ο Λούης ξαναγύρισε δίπλα μου. Μου έδειξε τις κοπέλες με τα μάτια.
«Εράσμους.» Του είπα κάπως δυνατά. Γύρισαν αυτές και μας κοίταξαν.
«Erasmus. Yes.» Αλληλοσυμπληρώθηκαν και με κοίταξαν με κάποια απορία.
«Nice (Ωραία)», είπε ο Λούης.
Η μια είχε σγουρά ανοιχτά κάστανα μαλλιά κάτασπρο δέρμα και κίτρινα γυαλιά μυωπίας. Η άλλη ήταν μελαχρινή με λεπτά φρύδια και γυαλιστερά μάτια.
«How do you know that we are in Erasmus Program? (Πως ξέρεις ότι είμαστε στο Ερασμους» Με ρώτησε η μελαχρινή.
«I am a psychic. (Είμαι μέντιουμ) » Απάντησα και έκανα μια γκριμάτσα μεγαλώνοντας τα μάτια μου σαν τους υπνωτιστές. Γέλασαν.
«Where are you from? (Από που είστε;)»
«Turkey. Τουρκιά.» Απάντησαν μια αγγλικά και μια ελληνικά.
«You dont look Turkish. (Δεν μοιάζετε με Τούρκους).» Παρατήρησα εγώ.
«Why? How Turkish people look like? (Γιατί; Πως μοιάζουν οι Τούρκοι;)»
«They have mustache. (Έχουν μουστάκι). » Απάντησα. Γελάσαμε.
«We just shaved them. (Μόλις τα ξυρίσαμε)», είπε η μελαχρινή και έκανε μια κίνηση σαν να κρατούσε ξυραφάκι και να ξυρίζεται. Ξαναγελάσαμε.
Ο κόσμος είχε αρχίσει να μεθάει και τα σεκιούριτι δε προλάβαιναν να κατάσχουν τις φτηνές μπίρες που έφερναν όλοι από τις καντίνες. Οι μπίρες του μαγαζιού ήταν σε πλαστικό πάιντ ποτήρι. Ο Λούης για να μη δίνει στόχο έβγαζε από μια κρυμμένη πλαστική σακούλα τα κουτάκια από τις μπίρες και τις έχυνε στο πλαστικό ποτηράκι που το είχε βρει δίπλα μας. Καθώς έχυνε μια από αυτές, ήρθε από πάνω του ένας ξυρισμένος σεκιουριτάς με μια μπλούζα που είχε στάμπα μια τσοπεράδικη μηχανή.
«Τώρα τι να κάνω;» ρώτησε ρητορικά τον Λούη.
«Τελευταία είναι. Στα ίσια. Δεν έχω άλλη.»
«Εντάξει.» Είπε ο γερο- σεκιουριτάς κι έφυγε. Τι δουλειά του έκανε.
Γύρισα πάλι προς τις κοπέλες. Χαμογέλασα.
«Your names? (Τα ονόματα σας;)» Ρώτησα.
«Me, Dilek. And she, Seyda. (Εγώ Ντιλέκ και αυτή η Σειντά)» Έκανε η μελαχρινή.
« Νice to meet you.. (Χάρηκα)» είπα και συστήθηκα.
«I am Louis. (Εγώ ο Λούης)».
«Nice to meet you too (Κι εμείς χαρήκαμε)». Είπε η σγουρή Σειντά.
«Why you speak English to each other. (Γιατί μιλάτε αγγλικά μεταξύ σας;) » Ρώτησε ο Λούης και τις έδειξε αμφότερες με το πλαστικό ποτήρι μπίρας
«For practice (Για πρακτική)» Απάντησε η Σειντά.
«Did you say Delay. (Ντιλει είπες) », ρώτησα τη μελαχρινή.
«No Dilek. Dilek. ( Όχι Ντιλέκ, Ντι-λέκ) », πρόφερε και πλατάγισε τη γλώσσα της στον ουρανίσκο.
«Cause I know a famous Turkish Sound engineer named Fade in με Delay. (Γιατί ξέρω έναν γνωστό τουρκό ηχολήπτη με το όνομα Fade in με Delay) » Πρόσθεσα.
Με κοίταξαν με απορία. Ο Λούης γέλασε και με βάρεσε στον ωμό.
«Τι μαλάκας είσαι;» Μου είπε.
Σήκωσε το χέρι του απολογητικά. «Its a stupid Greek musicians joke. Don’t pay attention (Είναι ένα χαζό ελληνικό αστείο των μουσικών. Μη δίνετε σημασία».
«Οκ», απάντησε η Σειντά και σήκωσε τα φρύδια.
Ήρθαν κι άλλοι Τούρκοι. Καμιά 7-8 αγόρια και κορίτσια όλοι γύρω στα είκοσι. Κάθισαν δίπλα στις δυο κοπέλες . Μας κοίταξαν εμένα και τον Λούη. Χαμογέλασα σε ένα τύπο που φορούσε μικρά χίπικα στρόγγυλα γυαλιά μυωπίας. Του έκλεισα το μάτι. «Hi» Μου έκανε και κατεύθυνε αμήχανα το βλέμμα του τριγύρω.
Το γύρισαν στα τούρκικα. Μάλλον συζητούσαν για το ποια θα είναι η επομένη τους κίνηση. Μία έδειχναν μέσα στη συναυλία, μία έδειχναν το μπαρ και μία έδειχναν την εξώπορτα. Από ότι φαίνεται όλοι οι φοιτητές ανεξαρτήτως φυλής αρέσκονται να κυκλοφορούν μπουλούκια και να κάνουν χρονοβόρα συμβούλια για το που θα πάνε μετά. Η μελαχρινή γύρισε πάλι σε μένα. Κοίταξε το μπουκαλάκι του νερού.
«You dont drink alcohol ? (Δεν πίνεις αλκοόλ;) » Με ρώτησε.
«Οf course I drink alcohol. (Φυσικά και πίνω αλκοόλ) » Της έδειξα το μπουκάλι του νερού υπονοώντας ότι έχει κάτι άλλο μέσα.
«Can I? (Μπορώ;) » Ρώτησε και έκανε μια κίνηση με το χέρι προς το μπουκάλι. Της το έδωσα ξεβίδωσε το καπάκι και στραβομουτσούνιασε.
«Οh. Raki.» Αναφώνησε προφέροντας και ένα χι κάπου ανάμεσα στο κάπα.
«Yes. Yes.» Έδειξα το πλαστικό ποτήρι της. Είχε το χρώμα από το ουίσκι αλλά η ανάσα της δεν έστελνε σήματα οινοπνεύματος.
«What are you drinking? (Εσύ τι πίνεις;) » Ρώτησα.
«Tsai
«Oh you are a good girl. (Α, είσαι καλό κορίτσι)»
«Yes I amAlcohol its not for me. (Ναι είμαι. Το αλκοόλ δεν είναι για μένα)»
«Why? (Γιατί;) »
«I am getting drunk very easily. (Μεθάω πολύ εύκολα)» Χαμογέλασε και έκανε μια σβούρα το δείκτη της στο κρόταφο. Της εξήγησα ότι το να μεθάς εύκολα, είναι καλό και οικονομικό, χαμογέλασε και μου ζήτησε να της βάλω λίγο ρακί στο τσάι. Της έχυσα προσεκτικά στο ποτήρι και δοκίμασε μια γουλιά. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα με αστείο τρόπο.
«Wow. Thats strong. (Αυτό είναι δυνατό)»
«Not so much. (Όχι και τόσο)»
«Ι think I will have fever after I drink this. (Μου φαίνεται θα έχω πυρετό αφού πιω αυτό)»
Της έπιασα το μέτωπο με τη παλάμη.
«You are fine. (Είσαι μια χαρά) » Αποφάνθηκα. Με κοίταξε με τα γυαλιστερά μάτια της.
«Oh sorry. I touched you…. Should I married you now? (Ω, συγνώμη. Σε άγγιξα... Πρέπει να σε παντρευτώ τώρα;» Είπα απολογητικά.
«Of course. (Φυσικά) » Είπε και ανεβοκατέβασε το κεφάλι σαν να μην είχα καμιά εναλλακτική.
«Shit… Is your family strict? (Σκατά... Είναι αυστηρή η οικογένεια σου;»
«Very». Απάντησε και συνέχισε να κουνάει το κεφάλι. «Its all over now. We have to get married (Όλα τελείωσαν τώρα. Πρέπει να παντρευτούμε».
«Οk I will take it. I hope you are rich. (Εντάξει. Ελπίζω να είσαι πλούσια ».
«Not so much. (Όχι και τόσο).»
«What is your father’s job? (Τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου;)»
«He is making baglama (Φτιάχνει μπαγλαμάδες».
«Baklava? (Μπακλαβά;)»
«No baklava.» Γέλασε. «Baglama... the instrument. (Οχι μπακλαβά. Μπαγλαμά το όργανο». Έκανε πως έπαιζε με τα χέρια μπαγλαμά.
«Οk. Ok. I got it. Your father is playing the baklava . (Οκ κατάλαβα. Ο πατέρας σου παίζει μπακλαβά».
Oh...”
Πάνω που ετοιμαζόταν να μου απαντήσει. Ήρθε ένας τύπος από την παρέα της και κάτι της είπε. Αυτή έδειχνε να συμφωνεί. Σηκώθηκε.
«We go inside to see the band», μου είπε και χαμογέλασε. «Are you coming? (Παμε μεσα να δουμε τη μπάντα. Θα έρθεις;) »
«Maybe later. (Ίσως αργότερα)», απάντησα.

Μετά από λίγο μπήκα μέσα. Με χτύπησαν τα ηχεία στα αυτιά. Στριμώχτηκα και προχώρησα πλάγια σαν το κάβουρα για να βρω και εγώ το μέρος μου σε αυτή τη γωνία του σύμπαντος. Τόσο άπειρο σύμπαν και εγώ στριμώχνομαι μαζί με άλλους εκατοντάδες οργανισμούς δίπλα- δίπλα.
Στη σκηνή είχε ανέβει ένα συγκρότημα σκα και έπαιζαν δυνατά και διασκεδαστικά ανεβοκατεβάζοντας πάνω κάτω τα πνευστά τους. Ο τραγουδιστής φορούσε ένα κοντό παντελόνι, ήταν γυμνόστηθος, ιδρωμένος και χοροπηδούσε στο ρυθμό τινάζοντας ψηλά τα λεπτά του νευρικά γόνατα. Ο κόσμος μπροστά στη σκηνή χόρευε πόνγκο και είχαν δημιουργήσει ένα νοητό κύκλο. Άλλοι στροβιλίζονταν, άλλοι κλοτσούσαν και άλλοι σκουντούσαν. Μερικοί τα έκαναν όλα μαζί.
Στεκόμουν με τα χέρια στο στήθος και παρακολουθούσα. Σε κανένα μισάωρο φάνηκε και ο Λούης. Μου πάσαρε το ποτήρι του με τη μπίρα. Η ρακί είχε τελειώσει.
«Με πήρε τηλέφωνο αυτός με τα φρουτάκια».
«Και...»
«Πιάνω αύριο το μεσημέρι».
«Άντε συγχαρητήρια».
«Ευχαριστώ».
Κοιτάξαμε την μπάντα.
«Καλοί ε;» ρώτησα τον Λούη.
«Έτσι κι έτσι».
«Γιατί έτσι κι έτσι;»
«Ε, ξέρω εγώ. Πολύ χαρά. Με κουράζει η πολύ χαρά. Παίξτε πανκ ρε μουνιά!» Τους φώναξε.
Ένας πιτσιρικάς με τζίβες στο πίσω μέρος του κεφαλιού ήρθε κατά πάνω μου με την πλάτη. Τον έσπρωξα μέσα, παρέσυρε κάνα δυο και συνέχισε να παραπατάει γύρω-γύρω με σηκωμένα τα χέρια λες και κολυμπάει. Οι τρομπέτες τα έδιναν όλα, όλο και πιο γρήγορα.
Στα αριστερά είδα την παρέα των Τούρκων. Η Ντιλέκ χόρευε. Είχε ιδρώσει και το πρόσωπο της γυάλιζε. Την πλησίασα και στάθηκα σχεδόν από πίσω της και αριστερά. Οι περισσότεροι φίλοι της χόρευαν παραδίπλα. Ήρθε ακριβώς μπροστά μου με πλάτη. Την έπιασα από τη μέση. Γύρισε. Ανοιγόκλεισε τα μάτια.
«Hi»
«Hi», απάντησε και χαμογέλασε. Μου έπιασε τα χέρια και άρχισε να με χορεύει.
Την τράβηξα έξω από το κύκλο απότομα. Διασχίσαμε δυο τρεις στοιβαγμένες παρέες. Στάθηκε σε μια κολόνα και φιληθήκαμε. Το στόμα της είχε μια πικράλμυρη γεύση που θύμιζε ηλιόσπορους. Μου χάιδευε το λαιμό. Σταματήσαμε. Κοιταχτήκαμε από κοντά. Τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα και ξεχώριζε ανάμεσα τους η άκρη από τη γλώσσα της. Ξαναφιληθήκαμε για λίγο. Δίπλα στο πηγούνι της είχε τρία μικρά σπυράκια απομεινάρια της μετεφηβείας που αν είχες όρεξη να πάρεις ένα στυλό και να τα ενώσεις με μια γραμμή θα σχημάτιζαν ένα ισοσκελές τρίγωνο. Ξεκόλλησε από τη κολόνα, μου έπιασε το χέρι και έφυγε μπροστά παρασύροντας με.
«Lets dance! (Ας χορέψουμε!)», μου φώναξε μισογυρίζοντας. Της άφησα το χέρι. Αυτή διείσδυσε στην αυτοσχέδια πίστα και άρχισε να στροβιλίζεται γύρω -γύρω. Έψαξα τα βλέμματα στη παρέα της μέσα στο ημίφως. Ο νεαρούλης με τα στρόγγυλα γυαλιά με κοιτούσε. Ήταν αναψοκοκκινισμένος από το χορό και τα μαλλιά του έπεφταν ιδρωμένα μπροστά στο μέτωπο του σχηματίζοντας μικρές τουφίτσες. Το στήθος του πήγαινε πάνω κάτω από το λαχάνιασμα. Πήρε το βλέμμα του από πάνω μου και πήγε δίπλα της για να χορέψουν.
Ποσά όνειρα να είχε κάνει για σήμερα; Για αυτόν και την Ντιλεκ; Τι καλά που θα το είχε διοργανώσει. Τι θα της πει, τι θα του απαντήσει. Πως θα χορέψουν και πως θα είναι μαζί. Ύστερα να της πει αυτά που νιώθει και πως αυτή θα ανταποκρινόταν. Ή ίσως μπορεί να σκεφτόταν πως είναι απλά ακόμα ένας από τους εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη που έκανε σχέδια σήμερα και κάποιος άλλος τους τα χαλούσε.
Εντόπισα τον Λούη να μιλάει σε ένα πηγαδάκι με κάτι γνωστούς. Τον πλησίασα. Μου έδωσε λίγη μπίρα. Έριξα ένα βλέμμα τριγύρω και σκέφτηκα τη Λια. Ήμαστε μαζί ένα μήνα και έχουμε μοιραστεί τόσα πράγματα. Λες και επίτηδες φτιάχνουμε συνεχώς κοινές εμπειρίες. Αυτή να μου λέει για μια ξαδέρφη της που πήρε μια νύχτα κάτι και από τότε δεν επανήρθε και εγώ να της λέω πως η αγαπημένη μου στιγμή της ημέρας είναι όταν βγάζω τις κάλτσες μου και ξύνω τα πόδια μου. Και συνέχεια να μιλάμε, να γελάμε και να γαμιόμαστε. Μια γλυκιά καθημερινότητα. Έτσι γίνεται απλά, γνωρίζεις κάποιον και λες: με αυτόν μπορώ να περάσω πολλές ώρες . Και όπως όλοι ξέρουν. Δεν έχει σημασία τι λες ή τι κάνεις σημασία έχει σημασία ότι μοιράζεσαι χρόνο. Αυτό ενώνει τους ανθρώπους.
Σήμερα βεβαία θα έβγαινε με τον παλιό της γκόμενο. Τον Λουκά. Καθόλου γούστο ο νονός . Η Λια τα είχε με τον Λουκά δυο χρόνια και τα χαλάσαν κανένα εξάμηνο πριν τη γνωρίσω γιατί αυτός ήθελε να το πάνε σοβαρά. Μπαρούφες όλοι οι λόγοι του χωρισμού είναι ένας, το σεξ.
Πριν τρεις-τέσσερις μέρες η Λια είχε ξεχάσει το κινητό της στο σπίτι. Δεν το άγγιξα καν. Δεν έχει νόημα να κατασκοπεύεις το κινητό ή τα e-mail του άλλου, εκτός κι αν θέλεις να χωρίσεις. Γενικά η ζήλια δεν έχει νόημα. Το μόνο που καταφέρνεις είναι να κάνεις χειρότερη την καθημερινότητα σου. Παρ΄ όλα αυτά κάθε φορά που μου έλεγε για αυτόν τον Λουκά ένιωθα μια δυσανασχέτηση, μου είχε πει κι άλλα για αυτόν, γνωριζόντουσαν από μικροί, οι γονείς τους ήταν οικογενειακοί φίλοι και σήμερα θα έβγαιναν να γιορτάσουν με διάφορους φίλους και φίλες την μονιμοποίηση του ως καθηγητή πανεπιστημίου. Συγχαρητήρια Λούκα και εις ανώτερα και να πας να γαμηθείς. Τον φαντάζομαι τι τύπος θα είναι. Θα είναι από αυτούς τους τύπους που δε μπορείς να αναμετρηθείς σε τίποτα μαζί τους. Αυτοί οι Λουκάδες πάντα είναι πιο πλούσιοι, πιο μορφωμένοι, πιο καλαίσθητοι μέχρι και πιο αθλητικοί από σένα. Έχουν πάει ταξίδια και οι δικές σου ιστορίες δεν αξίζουν μια μπροστά στις δικές τους . Και ούτε καν τα λένε. Ξαφνικά εκεί που μιλάς και μιλάς, ρωτάς έναν Λούκα με σκοπό να τον φέρεις σε αμηχανία, «Εσύ Λουκά πες τίποτα, ποια είναι η γνώμη σου για την Ασία», και σου πετάει ένα «Δε μπορώ να πω ακριβώς, αν και δούλευα δυο χρόνια στο Τόκιο, δεν έχω αποφασίσει αν μου άρεσε ή όχι». Τέτοια κάνουν οι Λουκάδες. Είναι ευγενικοί και φλώροι, όλοι το ξέρουν ότι είναι φλώροι. Ή ίσως να μην είναι. Ίσως την κατάλληλη στιγμή εκεί που εσύ θα δείξεις δειλία, θα έρθει ο Λουκάς πάνω στο άλογο του και θα λύσει όλα τα προβλήματα με την πυγμή του. Θα δώσει το δυνατό του χέρι στο κορίτσι και αυτή με ένα απότομο σάλτο θα καβαλήσει το άλογο πίσω του και θα χαθούν στο ηλιοβασίλεμα.
«Πάμε ρε;» είπα στον Λούη.
«Πάμε σε κανένα μπαρ;»
«Ναι».
«Οκ. Τι έγινε με την Τουρκάλα;»
«Τίποτα. Την θέλει άλλος».
«Όλες τις θέλει και κάποιος άλλος» φιλοσόφησε ο Λούης. «Με όποια γκόμενα στον κόσμο και να πας, θα υπάρχει κάποιος που θα σε μισήσει για αυτό».
«Δεν έχεις και άδικο.»
«Μήπως κόλλησες, και δεν έκανες τίποτα λόγω της Λίας;»
«Ίσως και αυτό… » Δεν ήθελα να πω πολλά για την Λια. Όπως συνηθίζουν οι άντρες, όσο πιο σοβαρά νομίζουν ότι είναι με μια γυναίκα τόσα λιγότερα λένε στους φίλους του. « Ξέρεις τι σκεφτόμουν σήμερα το μεσημέρι;»
«Τι;»
«Ότι η αγάπη είναι ένα ρεύμα που... ενώ θέλουμε να πάμε προς τα βράχια, μας σπρώχνει μεσοπέλαγα».

«Και μένα τα αρχίδια μου ανθίζουν την άνοιξη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου