Ενα online Μυθιστόρημα, Νίκος Χατζόπουλος

Ενα online Μυθιστόρημα, Νίκος Χατζόπουλος.

Το παρόν μυθιστόρημα απευθύνεται σε ενηλίκους και απαγορεύεται η ανάγνωση του σε άτομα κάτω των 18 ετών.

Ως μυθιστόρημα:

1) Κάθε πρόσωπο και συμβάν είναι στη σφαίρα της φαντασίας και κάθε σχέση με πραγματικά πρόσωπα και συμβάντα είναι συμπτωματική.

2) Ότι γράφεται εντός ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας και δεν πρέπει να λαμβάνεται ως γεγονός , συμβουλή,παραίνεση (κτλ.)

της πραγματικότητας .

3) Απαγορεύεται:

α) η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του κείμενου χωρίς την απαραίτητη αναφορά στο όνομα του συγγραφέα.

β) η χρησιμοποίηση μερών ή ολόκληρου του κείμενου για εμπορικούς ή διαφημιστικούς σκοπούς.


Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

10) Μπλε Παπαγάλοι

< Count Τ> Να σε ρωτήσω Τζούντι. Γιατί οι πουτάνες δεν φοράνε γκλίτερ και κάνει να φοράνε μόνο αντρική κολόνια;
<Judi> Ανέκδοτο είναι;
< Count Τ> Όχι, απλή απορία.
<Judi> Δεν ξέρω...
< Count Τ> Οκ. Σε πείραξε κανείς σήμερα;
<Judi> Α ναι! Μου μίλησε κάποιος στο λεωφορείο.
<Count Τ> Τι σου είπε;
<Judi> Χαζομάρες.
<Count Τ> Δηλαδή;
<Judi> Να με ρώτησε κάτι για το τατουάζ μου.
<Count Τ> Και μετά;
<Judi> Τι μετά;
<Count Τ> Και μετά φιληθήκατε;
<Judi> ... οχι,.. κατευθείαν πίπα.
<Count Τ> Χαχα!
<Judi> Που λες, σήμερα θα πάμε να δούμε τους WJ Joystic.
Μου έγραψε στο τσατ η Μάρθα που πλέον το όνομα Τζούντι το χρησιμοποιούσε παντού. Την έχω στιγματίσει.
Χτύπησε το κουδούνι.
<Count Τ> Τζούντι πρέπει να κλείσω θα τα πούμε μετά.
<Judi> Τα λέμε μετά.

Πριν από κανένα μισάωρο είχε πάρει τηλέφωνο ο Μάνος είχε κάτι σοβαρό να μας πει, σε εμένα και τον Λούη.
Υποπτευόμουν ότι: ή θα χώρισε, ή θα έφευγε στο εξωτερικό για δουλειά ή θα παντρευόταν. Σίγουρα κάτι από τα τρία θα ήταν. Έξω από το παράθυρο είχε αρχίζει να πέφτει νωχελικά το απόγευμα.
Στη παχύ ημιδιάφανο τζάμι της πόρτας διέκρινα τη φιγούρα του Μάνου. Του άνοιξα και πέρασε μέσα. Έδειχνε προβληματισμένος. Τον ρώτησα τι έχει και μου είπε να περιμένω να έρθει και ο Λούης να μας τα πει μαζί. Έφτιαξε καφέ μόνος του. Σε κανένα δεκάλεπτο ήρθε και ο Λούης . Έφτιαξε και αυτός καφέ. Καθίσαμε αντικριστά σε τρίγωνο στο μικρό σαλονάκι. Μας ένιωθα μεγάλους και ώριμους. Ανάψαμε τσιγάρα. Η τηλεόραση έπαιζε στο mute κάτι ντοκιμαντέρ για δελφίνια.

«Μαλάκες....» είπε ο Μάνος και μας κοίταξε μέσα στα μάτια μια εμένα μια τον Λούη. «Έχω σοβαρά νέα.»
«Πριν πεις... Να σας ρωτήσω κάτι; » διέκοψα. «Γιατί οι πουτάνες φοράνε μόνο αντρικό άρωμα και ποτέ γκλίτερ;”
«Για να μην τα παίρνουν χαμπάρι οι γυναίκες των πελατών. Λοιπόν... παντρεύομαι. Είναι έγκυος η Ναυσικά 2 μηνών».
«Μπράβο ρε συγχαρητήρια».
«Ευχαριστώ.»
Θα ήταν ο πρώτος πολύ κοντινός μου φίλος που θα γινόταν μπαμπάς. Ξαφνικά ένιωσα ότι ενηλικιωνόμουν απότομα. Το γεγονός ότι έχω ένα φίλο που γίνεται πατέρας σημαίνει ότι μπορεί να μου συμβεί και μένα ανά πάσα στιγμή. Ό,τι σε περιτριγυρίζει, καλό ή κακό, είναι πολύ πιθανό να σου συμβεί. Τώρα πια με αγγίζει στοργικά η πατρότητα. Το ίδιο είχα νιώσει θυμάμαι όταν στο δημοτικό είχα ένα φίλο τον Στάθη που στο διάλειμμα είχε σηκώσει τη μπλούζα του και μου είχε δείξει ότι είχε βγάλει τρίχες γύρω από τις ρόγες του. Τρίχες στο στήθος. Είχα ένα φίλο που είχε τρίχες στο στήθος, λογικά θα έβγαζα κι εγώ όπου να 'ναι, ήταν αναπότρεπτο.
«Και γάμοι και τέτοια τώρα ε;» ρώτησα.
«Δύσκολα όμως. Δε βγαίνουν τα λεφτά.»
«Θέλει πολλά ε;»
«Πολλά; Πάρα πολλά boys. Δηλαδή να ζαλίζεσαι.»
«Οι συγγενείς δε θα βοηθήσουν;».
«Πολύ λίγο. Θέλει χρήμα. Πολύ χρήμα. Αρχικά πρέπει να νοικιάσουμε σπίτι. Που θα μένουμε; Στους γονείς μου; Ή στο σπίτι της Ναυσικάς με τις δυο συγκάτοικους; Για να νοικιάσεις ένα σπίτι, με ρεύματα και τα λοιπά, ας πούμε καμιά 350 ευρώ και δυο ενοίκια που θέλουν μπροστά ένα χιλιάρικο. Ύστερα να βάλεις μέσα κανένα ψυγείο, καμιά κουζίνα και κανένα κρεβάτι, κανένα τραπέζι και καμιά καρέκλα για αρχή, πάμε άλλα δυο χιλιάρικα το λιγότερο. Ύστερα η γέννα η ίδια, θέλει καμιά τρία-τέσσερα χιλιάρικα. Γιατρούς, τέτοια, κλινικές. Κάτι βλαστοκύτταρα μου λένε, κάτι τέτοια. Δηλαδή πάμε στα 7 χιλιάρικα. Και ο γάμος άλλα τόσα».
«Πάντως είναι αδικία ρε μαλάκες», συνέχισε ο Μάνος και κοίταξε τα δελφίνια στη τηλεόραση που γλιστρούσαν χαριτωμένα στα νερά της μεσογείου. «Είναι αδικία γαμώ τη κοινωνία μου. Να είμαστε δυο νέοι, να δουλεύουμε σαν τα σκυλιά και να μη μπορούμε να έχουμε ένα παιδί και ένα μέρος να μείνουμε. Τι σκατά ζητάμε;»

Ήταν μια σκοτεινή νύχτα Τρίτης. Οι πολίτες ξάπλωναν ήσυχοι στα διαμερίσματα τους, σκεπασμένοι με τα παπλωματά, με σφαλισμένες τις πόρτες και ονειρευόντουσαν ότι είναι κάπου άλλου. Μερικά ερωτευμένα γατιά τσίριζαν που και που ανάμεσα από τους σιδερένιους κάδους. Άλλοτε σβάρνιζε υπόκωφα τον άνεμο μια μοτοσυκλέτα από κάποιο μακρινό μεγάλο δρόμο και πότε-πότε περνούσε κανένα γκαζωμένο αυτοκίνητο με ανοιχτά παράθυρα και τέρμα μουσική.
Ήμασταν μέσα στο αυτοκίνητο του Μάνου παρκαρισμένοι με σβηστά τα φώτα σε ένα ημικεντρικό δρόμο της πόλης. Το ρολόι στο καντράν με τους φωσφορίζοντες δείκτες έδειχνε τρεις και πενήντα. Είχαμε βάλει κάτι παλιά dark wave που σιγόπαιζαν από τα ηχεία. Ο Μάνος καθόταν στη θέση του οδηγού, ο Λούης στου συνοδηγού και εγώ στο μέση της πίσω θέσης γερμένος κατά μπροστά με τους αγκώνες στους ώμους των δυο καθισμάτων. Είχαμε όλοι από μια μπίρα και από ένα τσιγάρο στο χέρι.
«Είμαστε έτοιμοι;» ρώτησε ο Λούης.
«Ναι».
«Ναι».
«Λοιπόν», απευθύνθηκε ο Μάνος σε μένα, πάνω από το ώμο του και μου πρότεινε την παλάμη του. « Δώσε μου το σφυρί».
Του έδωσα το παλιό σφυρί με τη ξύλινη λαβή που είχα αφημένο δίπλα μου στο πίσω κάθισμα. Το έπιασε και το ζύγισε στα χέρια του. Ύστερα το άφησε πάνω στα γόνατα του. Πήρε ένα κόκκινο πανί από την υποδοχή της πόρτας που ήταν ένα πρώην σκισμένο μπλουζάκι και το έδεσε προσεχτικά γύρω από το σίδερο του σφυριού.
«Για να ανακεφαλαιώσουμε.» Άρχισα να λέω. «Βγαίνουμε γρήγορα. Σπάμε το τζαμί της πόρτας. Μπαίνουμε όλοι μέσα. Αρπάζουμε από δυο κλουβιά ο καθένας και τα πετάμε στο πορτ παγκάζ και στη πίσω θέση. Βάζουμε μπρος, και φεύγουμε. Πάμε σπίτι μου. Τα αφήνουμε. Κοιμόμαστε. Και αύριο πρωί- πρωί ταξιδεύουμε για Αθήνα να τα πουλήσουμε».
«Καλά μέχρι αύριο. Έχουμε καιρό», είπε ο Λούης.
«Τον φακό τον έχεις;» Ο Λούης άνοιξε το φερμουάρ από μια τσάντα που είχε περασμένη στον ωμό του και έβγαλε ένα μακρύ φακό. Πάτησε το κουμπί και φώτισε το αυτοκίνητο. Τον ξαναέσβησε.
«Ωραία. Δε θέλουμε τίποτε άλλο. Φακό έχουμε, σφυρί έχουμε, σκουφιά φοράμε. Βάζουμε και τα γάντια και είμαστε εντάξει». Ο Μάνος κατέβασε μια γερή γουλιά μπίρας. Κούνησε λίγο το κουτάκι δεξιά αριστερά και κατέβασε και την τελευταία. «Είστε σίγουροι ρε μαλάκες;» Συμπλήρωσε.
«Ναι ρε».
«Ναι ρε ξεκόλλα».
«Πάμε», μας παρότρυνε ο Μάνος και άνοιξε αποφασιστικά την πόρτα. Βγήκαμε όλοι και ακουμπήσαμε στο αυτοκίνητο από τη αριστερή μεριά. Το pet shop βρισκόταν ακριβώς μπροστά μας. Στην βιτρίνα είχε κλουβιά το ένα πάνω στο άλλο με μικρά κουρνιασμένα σκυλάκια και κουνελάκια.
«Βάλτε τα γάντια».
Ο Λούης που κρατούσε ακόμα το τσιγάρο του, μάγκωσε το δείκτη του στον αντίχειρα σαν καταπέλτη και ετοιμάστηκε να το εκσφενδονίσει στο δρόμο.
«Μη ρε μαλακά το πετάς εδώ», του ψιθύρισα
«Γιατί ρε μαλακά; Λες να κάνουν DNA τα αποτσίγαρα στο δρόμο για πέντε παπαγάλους», μου αντί- ψιθύρισε.
«Ξέρω εγώ;»
«Ναι ρε μαλακά. Και όταν μπούμε μέσα να μη λέμε ονόματα μπας και τα μάθουν και τα λένε οι παπαγάλοι και μας προδώσουν».
«Σταματήστε ρε μαλάκες. Έλα Λούη σβήσε το τσιγάρο στο αμάξι».
«Καλά, καλά.» Απάντησε αυτός και άνοιξε την πόρτα του οδηγού.

Το σενάριο ήταν το εξής. Πριν από κανένα μήνα ο Λούης είχε πάει με την αδερφή του στο συγκεκριμένο pet shop για να αγοράσουν ένα σκυλάκι για δώρο στο βαφτισιμιό της. Μέσα στο μαγαζί ο Λούης θαύμαζε τους παπαγάλους και ειδικά έναν τεράστιο μπλε με μεγάλη ουρά. Ρώτησε για πλάκα πόσο έχει και ο μαγαζάτορας του είπε οκτώμισι χιλιάδες ευρώ. Είχε καμιά έξι- εφτά ακόμη μεγάλους που ο πιο φθηνός κόστιζε ένα χιλιάρικο. Έτσι, καθώς πίναμε καφέ προχθές και ψάχναμε να βρούμε τρόπο να μαζέψουμε λεφτά για να παντρευτεί ο Μάνος, έπεσε η ιδέα να κλέψουμε τους παπαγάλους. Ύστερα να ταξιδέψουμε και να τους πουλήσουμε μισοτιμής σε pet shop στην Αθήνα. Θα έπαιρνε ο Μάνος τα οχτώ χιλιάρικα που χρειαζόταν για το γάμο και αν περίσσευε τίποτα θα το μοιραζόμουν εγώ με τον Λούη. Αν μας τσάκωναν θα λέγαμε ότι είμαστε ακτιβιστές φιλόζωοι και θέλαμε απλώς να ελευθερώσουμε τα ζώα.
Είχαμε καιρό να κλέψουμε κάτι. Τελευταία φορά πρέπει να ήταν πριν καμιά δεκαπέντε χρόνια. Ήμασταν πάλι οι τρεις μας. Είχε μπει ο Μάνος σε ένα ψιλικατζίδικο άρπαξε ένα σακουλάκι πατατάκια βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει. Ο ιδιοκτήτης τον πήρε στο κυνήγι. Εγώ με τον Λούη που περιμέναμε απ’ έξω, αρπάξαμε ένα κεσέ χύμα παγωτό σοκολάτα παρφέ, και ένα μπουκαλάκι σιρόπι κεράσι. Ύστερα συναντηθήκαμε στην αλάνα της γειτονίας, έφερα κουτάλια από το σπίτι και το φάγαμε όλο. Την άλλη μέρα και οι δυο τους είχανε βαρυστομαχιάσει, ξερνούσανε και δε ήρθανε σχολείο, εγώ δεν είχα πάθει τίποτα.

Φορέσαμε όλοι τα γάντια. Κάναμε να ξεκινήσουμε όταν από το διπλανό στενό ακούστηκαν βήματα.
«Κοφτέ, κοφτέ», έκανα σιγανόφωνα ο Μάνος και έκρυψε το σφυρί πίσω από την πλάτη του. Από το στενό ξεπρόβαλε ένας καμπουριαστός τύπος με βαρύ βήμα. Σήκωσε τα φρύδια και μας κοίταξε. Όλοι τον αναγνωρίσαμε. Ήταν ο Ζήσης ο κολλύριος. Τον είχανε βγάλει έτσι γιατί όταν μιλούσε έφτυνε σάλια. Καμένος πρεζάκιας. Χαμογέλασε και περπάτησε προς το μέρος μας.
«Τι λέει τα τσακάλια;» Είπε μάγκικα και στάθηκε αντίκρυ μας με τα χέρια στις τσέπες. Είχε ανάστατο μαλλί, αξύριστο οστεώδες πρόσωπο και μια γουρουνίσια μύτη λες και είχε πάει κάποιος από πίσω, είχε βάλει τα δυο του δάχτυλα στα ρουθούνια και τα τραβούσε κατά πάνω. Φορούσε μια μαύρη μακό φόρμα με άσπρη ρίγα από κάτω και μια ίδια ζακέτα.
«Που είσαι ρε κολλύριε;» Τον ρώτησα εγώ τάχα αδιάφορα.
«Να εδώ μωρέ», απάντησε και μας κοίταξε ερευνητικά. Έβγαλε το χέρι του λίγο από την τσέπη και εμφάνισε την άκρη από μια ασημί καρτέλα.
«Γουστάρετε κανένα ψυχοφάρμακο; Έχω μια καρτελίτσα για πούλημα μόνο δυο λείπουν. 25 ευρώ»
Είπε και πετάχτηκαν σάλια από το στόμα του.
«Μπα...»
Έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την άλλη τσέπη. Άναψε και φύσηξε τον καπνό. Μας ξανακοίταξε. Ψαχούλευε με τα μάτια του τις προθέσεις μας.
«Τι λέει, γιατί αράζετε εδώ πέρα; Έχετε κανένα τσιγάρο και μου το κρύβεται;» Ρώτησε και έκανε να δει πίσω από το χέρι του Μάνου που έκρυβε το σφυρί.
«Ρε κολλύριε. Κάν΄ τηνα να πούμε. Τι θες τώρα βραδιάτικα; Ξεκόλλα φύγε από εδώ».
«Σιγά ρε Λούη. Τι σας έκανα;»
«Κολλύριε. Άντε μαλάκα. Δεν έχω όρεξη. Ξεκόλλα.»
«Κλέβεται κανένα αυτοκίνητο ρε;»
«Ρε μαλακά δικό μου είναι το αυτοκίνητο. Άντε φύγε», του απάντησε ο Μάνος.
«Καλά... Τι ήθελα να πω. Α.... Παίζει κανένα πεντάευρω ρε. Έπαθα λάστιχο με το μηχανάκι και...έμεινα από βενζίνη και δεν έχω να το φτιάξω».
Του έδωσα ένα ευρώ. Άνοιξε την παλάμη του και το κοίταξε.
«Κανένα πενταευράκι δε παίζει;»
«Ρε...» τον απείλησε με το βλέμμα ο Λούης.
«Ναι...ναι. Οκ. Τα λέμε.» Έφυγε καμπουριαστός από την άλλη κατεύθυνση κλότσησε ένα τσίγκινο κουτάκι που βρέθηκε στο δρόμο του, αυτό κατρακύλησε στις πλάκες του πεζοδρομίου αφήνοντας την επαναλαμβανόμενη ηχώ του στους τοίχους των πάρκινκ και των πολυκατοικιών. Άνοιξα την πίσω πόρτα .
«Ελάτε μπείτε μέσα». Έκανα στους άλλους.
«Άκυρο».
«Ναι», συμφώνησε ο Λούης. Καθίσαμε στο αμάξι όπως πριν. Ο Μάνος σούφρωνε τα χείλη του και έτριβε με τα δάχτυλα του το καουτσουκένιο τιμόνι .
«Αυτός ρε είναι ρουφιάνος. Δε θυμάστε που τον είχανε πιάσει με τετρακόσια γραμμάρια. Μετά από αυτό, τον έχουν να τους λέει τι γίνεται από εδώ κι από εκεί. Αν μάθει ότι έγινε τίποτα εδώ στη γειτονιά θα μας καρφώσει με τη μια».
«Ναι», συμφώνησε ο Λούης
«Εντάξει, αν το μάθει παίζει. Άλλα... που να το μάθει. Είναι και καμένος αυτός».
«Για κάτι τέτοια δεν είναι καμένος. Όλα τα ξέρει».
«Γαμήστε το», έκανε ο Μάνος. «Δε το διακινδυνεύουμε».
«Πάμε ρε, πάμε», είπε ο Λούης. «Πάμε να πάρουμε καμιά μπίρα και πάμε σπίτι σου. Πάμε να δούμε τι θα κάνουμε.»
Ο Μάνος έβαλε μπρος.
«Δεν είμαστε για τέτοιες μαλακίες», μουρμούρισε, άνοιξε στο τέρμα το ηχοσύστημα και ξεκινήσαμε. Το τραγούδι έλεγε για το κέντρο της πόλης που όλοι οι δρόμοι συναντιούνται και περιμένουν εσένα.

Την Παρασκευή βρεθήκαμε κοντά στις ράγες του τρένου, παρκαρισμένοι στις νυχτερινές σκιές μια γέφυρας. Απέναντι μας κάτω από το νέον βρισκόταν η παμπ «Φλόριντα». Ένα μισοκωλόμπαρο - μισοφρουτάκια. Μπροστά μας ήταν ένας φαρδύς δρόμος που οδηγούσε έξω από την πόλη στην εθνική. Στα διπλανά στενά είχε μουντζουρωμένα μηχανουργεία, συνέργεια, βουλκανιζατέρ και αποθήκες με ανταλλακτικά. Το ένα κολλητά δίπλα στο άλλο με μεγάλες σιδερένιες πόρτες δεμένες με λουκέτα και αλυσίδες. Μέχρι το απόγευμα αυτή η γειτονιά έσφυζε από ζωή, με τους μηχανικούς και τους βοηθούς τους να δουλεύουν σκληρά, ντυμένοι με τις μπλε ή κόκκινες τιραντέ φόρμες εργασίας. Ύστερα έψηναν λουκάνικα στις σχάρες και τρώγανε με τα μαυρισμένα νυχιά τους, πίνοντας τσίπουρο και γελώντας βαριά. Μετά από το απόγευμα δεν ακουγόταν τίποτα. Όλοι έφευγαν και το μόνο που έμενε ήταν η παμπ Φλόριντα πίσω από τα φιμέ τζάμια και το νέον με τα λεπτή μονοκοντυλιά με τα καλλιτεχνικά γράμματα στην επιγραφή.
Η παμπ ανήκε στο γνωστό κύριο Μάκη. Είχε παλιά μαγαζί με ηλεκτρονικά σε μια κοντινή γειτονιά μας όπου πηγαίναμε και παίζαμε. Ύστερα πήρε το Φλόριντα. Άλλοι λέγανε ότι το είχε κερδίσει στα ζάρια άλλοι ότι το είχε αγοράσει.
Ο πατέρας του Λούη ερχόταν αρκετά συχνά εδώ και είχε φάει μια περιούσια. Καθόταν, έχωνε λεφτά στα φρούτα και χούφτωνε στο διπλανό σκαμπό μια κοπέλα που κάθε μισάωρο της κερνούσε και ένα σπέσιαλ νερωμένο ουίσκι. Αυτή, άπλα έπρεπε να υπάρχει εκεί, να στεναχωριέται αν χάνει ο πατέρας του Λούη, να χαίρεται αν κερδίζει και να έχει ελαφρά ανοιχτά τα μπούτια με το χοντρό καλσόν για να νιώθει όσο λιγότερο τα δάχτυλα του εκάστοτε πελάτη στα εσωτερικά τον ποδιών της. Ο Λούης ερχόταν συχνά εδώ με εντολές της μάνας του για να μαζέψει τον πάτερα του και πολλές φορές αναγκαζόταν να τον τραβάει με το ζόρι.
Το κόλπο ήταν το εξής. Κάθε Παρασκευή το μαγαζί γέμιζε και έβγαζε πολλά λεφτά. Ίσως και δεκα χιλιάρικα σε μια νύχτα από ότι υπολόγιζε ο Λούης. Καθώς περίμενε τον πάτερα του, είχε δει τον ιδιοκτήτη στο κλείσιμο αρκετές φορές να μετράει τα λεφτά. Ο Μάκης έκλεινε το μαγαζί κατά τις τρεις μίση- τέσσερις. Ύστερα έφευγε συνήθως με το αμάξι του που ήταν παρκαρισμένο ακριβώς απέξω. Εμείς θα περιμέναμε κοντά εκεί και μόλις έβγαινε θα του την πέφταμε θα τον ρίχναμε κάτω θα του περνάμε τα λεφτά που τα έβαζε σε μια δερμάτινη μπανάνα περασμένη στον ωμό και θα φεύγαμε με το αμάξι.
«Άπλα θα πάρουμε τα λεφτά που έχει χάσει ο πατέρας μου», έλεγε ο Λούης. « Μη σας πω ότι έχει χάσει και περισσότερα εκεί μέσα.»
Σήμερα δε θα κάναμε τίποτα. Απλά ήρθαμε να παρακολουθήσουμε και να επιβεβαιώσουμε τι ώρα βγαίνει, με ποιον βγαίνει, και τι κινήσεις κάνει; Θα ερχόμασταν την επομένη Παρασκευή να τελειώσουμε τη δουλειά.

«Γιατί να είμαστε φτωχοί ρε μαλάκες;» Αναρωτήθηκε ρητορικά ο Λούης.
«Γιατί έτσι γεννηθήκαμε φίλε».
Στο αυτοκίνητο ο Μάνος είχε βάλει σιγανά μια νέο-αλτέρνατιβ μπάντα με ελαφρές παραμορφώσεις και τσιριχτές φωνές που είχε πέτυχε στο ιντερνέτ και προσπαθούσε να μας πείσει ότι ήταν καλοί. Από πάνω μας ακουγόταν τα αυτοκίνητα και οι νταλίκες που διέσχιζαν τη γέφυρα με ταχύτητα.
«Έτσι γεννηθήκαμε», επανέλαβε ο Λούης τα λογία μου. «Ρε μαλακά αν το σκεφτείς όλοι συμμαθητές, γειτονόπουλα , όλοι οι γνωστοί είναι φτωχοί. Κανένας δε ξέφυγε. Ή κωλοδουλειές θα έχουν ή θα είναι άνεργοι ή θα έχουν καεί από τα ναρκωτικά.»
«Τα έχουμε ξαναπεί αυτά ρε», έκανε ο Μάνος. «Αφού έτσι είναι, δεν αλλάζει τίποτα. Εμένα μου αρέσει καμιά φορά που στη τηλεόραση ακούς για αυτούς τους αυτοδημιούργητους. Που ξεκίνησαν με ένα πλοίο, και μετά κάνανε ολόκληρο στόλο. Και που το βρήκες ρε μεγάλε το πλοίο; Εγώ γιατί δεν έχω πλοίο για να γίνω αυτοδημιούργητος; Ή τον άλλον που παρόλο που ήταν από γνωστή οικογένεια τα κατάφερε μόνος του χωρίς καμιά βοήθεια. Σε ποιον τα πουλάνε αυτά ρε;»
«Έτσι είναι.» Επιβεβαίωσα εγώ. «Όπα, ανοίγει η πόρτα.»
Μέσα από το Φλόριντα βγήκαν καμιά έξι-εφτά άτομα παραπατώντας, οι περισσότεροι με φόρμες μηχανικών.
«Να! Τους έδιωξε. Τώρα στα κοντά θα κλείσει», είπε ο Λούης και πάτησε ένα τυχαίο κουμπί στο κινητό του που το κρατούσε στο χέρι. Η οθόνη του φώτισε. « Τρεις και σαράντα τρεις είναι. Για να δούμε τι ώρα θα βγει ο Μάκης.»
«Τώρα μου ήρθε αυτό.» Έκανε ο Μάνος. «Ξέρετε ποια είναι η μεγαλύτερη διάφορα πλουσίων και φτωχών. Είναι οι ευκαιρίες. Ο πλούσιος έχει πολλές ευκαιρίες. Ανοίγει μια δουλειά δε πάει καλά, χάνει λεφτά, και τα καλύπτει ο μπαμπάς του. Ανοίγει μια δεύτερη τα ίδια, ανοίγει μια τρίτη τα ίδια , αλλά κάποτε πετυχαίνει και αυτό ήταν. Όλοι τον θαυμάζουν ως επιτυχημένο. Ενώ ο φτωχός τι κάνει... έχει το πολύ μια ευκαιρία, και αν δε πάει καλά τρώει μια στο κεφάλι και πάρτον κάτω. Δε ξανασηκώνεται».
Άναψαν τα κόκκινα φώτα πριν από τις γραμμές του τρένου, οι ριγέ ασπροκόκκινες σηκωμένες μπάρες που έμοιαζαν με υπερμεγέθη καλαμάκια του φραπέ άρχισαν να χαμηλώνουν αργά- αργά. Σταμάτησαν μερικά αυτοκίνητα στις όχθες από τις ράγες. Ένα επιβατικό τρένο φουλαρισμένο με γκραφίτι πέρασε με δύναμη.
«Οπς! Νάτες και οι κοπελίτσες.»
Κοιτάξαμε όλοι στο μαγαζί. Τρεις κοπέλες με κοντές φουστίτσες, βγήκαν από το μαγαζί, κλείσανε την πόρτα και κατευθύνθηκαν με τα πόδια στο στενό.
«Θα πηγαίνουν να πάρουνε ταξί στον κεντρικό μάλλον. Οπού να ναι θα βγει και ο Μάκης».
Οι μπάρες ξανά ανέβηκαν αργά-αργά και τα αυτοκίνητα ξεκίνησαν.
«Μαλακία είναι αυτό που ακούμε ρε Μάνο» του είπα.
«Όχι ρε καλό είναι. Άκου μπασάκι ωραίο που έχει.»
«Ναι ρε...με όλα αυτά τα ηλεκτρονικά μπλιμπλίκια....» Συμφώνησε με μένα ο Λούης. «Σα τερματισμός σε tv game μοιάζει.»
«Που να ξέρετε από μουσική εσείς».

Ένα τζιπάκι φρέναρε μπροστά μας ανέβηκε το κράσπεδο και σταμάτησε δίπλα μας στα τρία- τέσσερα μέτρα κάτω από τη γέφυρα. Έσβησε τη μηχανή. Άνοιξε η πόρτα του οδηγού και εμφανίστηκε ένας καράφλας με κοστουμάκι και γραβάτα. Όλοι παρακολουθούσαμε τις κινήσεις του. Κατευθύνθηκε φάτσα στη τεραστία σαν αναποδογυρισμένο άλφα, τσιμεντένια κολόνα της γέφυρας σταμάτησε ξεκούμπωσε το φερμουάρ του παντελονιού και άρχισε να κατουράει. Το τίναξε κάμποση ώρα, κουμπώθηκε, ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε μπρος και έφυγε.
«Ο Μάκης!» είπα και γυρίσαμε όλοι το βλέμμα μας προς το Φλόριντα. Ήταν ο Μάκης με το χαρακτηριστικό τσιγκελωτό μουστακάκι του, φορώντας ένα τζιν παντελόνι και ένα φουσκωτό ανοιχτόχρωμο μπουφάν από πάνω. Άρχισε να κλειδώνει την πόρτα. Δίπλα του περίμενε μια πλατινέ ξανθιά με ένα μαύρο παλτό.
«Βλέπετε τσαντάκι;»
«Δε ξέρω ρε δε μπορώ να ξεχωρίσω από εδώ».
«Σαν κάτι να βλέπω», είπε ο Λούης και ζάρωσε τα μάτια του.
Ο Μάκης πάτησε το συναγερμό στα κλειδιά και αναβόσβησαν στιγμιαία τα φλας από ένα καμπριολέ αυτοκίνητο μπροστά στο πεζοδρόμιο του μαγαζιού. Μπήκανε μέσα με τη γκόμενα. Έβαλε μπρος, άναψαν τα φώτα και φύγαν. Ο Μάνος πάτησε το κινητό του. «Τέσσερις και επτά λεπτά. Πάμε τώρα να πιούμε κανένα ποτάκι;»
«Πάμε», συμφώνησε ο Λούης «Θέλω να δω κι εκείνη τη γκόμενα που γνώρισα».
«Ποια ρε, εκείνο το μπάζο;»
«Δεν ήταν μπάζο ρε».
«Εγώ δεν την είδα πως είναι», είπα.
«Δε βλέπετε η γκόμενα...» Έκανε ο Μάνος.
«Καλά ρε Λούη, γιατί μου έλεγες ότι είναι καλή;» Ρώτησα
«Ε, καλή εντάξει. Δεν είναι μπάζο ρε», απολογήθηκε ο Λούης κοιτώντας τον Μάνο.
«Τρελόμπαζο λέμε», επέμεινε ο Μάνος.
«Ρε μαλάκα... εντάξει είναι λίγο ασχημούλα σιγά. Και να σου πω και το άλλο, με τις όμορφες όλοι πηγαίνουν, μόνο όμως οι πραγματικοί άντρες πηγαίνουν με τις άσχημες».

Την Κυριακή μετά από δυο μέρες, καθώς είχα ξυπνήσει και έπαιζα ένα καινούργιο δωρεάν διαδικτυακό παιχνίδι ρόλων, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Λούης.
«Έλα».
«Έχω τέλεια νέα».
«Για πες».
«Με πήρε ο Μάνος και μου είπε να πάρω να στο πω. Εμφανίστηκε λέει ένας θείος της Ναυσικάς από Καναδά, αδερφός του πατέρας της, που έχει τέσσερα-πέντε εστιατόρια. Έμαθε για το γάμο, και για την οικονομική στενότητα, και θα στείλει δέκα χιλιάρικα, γιατί λέει της το είχε υποσχεθεί στη κηδεία του πάτερα της».
«Τι λες ρε;»
«Ναι».
«Απίστευτο».
«Γάμησέ τα. Άκυρο το Φλόριντα.»
«Ναι ρε μπράβο. Τέλος πάντων. Τι λέει θα έρθεις για κανένα καφέ;»
«Μπα θα κάτσω να δω καμιά ταινία».


Γύρισα στο παιχνίδι μου. Αυτά τα free παιχνίδια ρολων στο ίντερνετ χωρίς συνδρομή είναι άπατη. Είναι τάχα τσάμπα και αν δεν αγοράσεις αντικείμενα με αληθινά λεφτά σε σπάνε όλοι στο ξύλο, σου δίνουν μια και δε ξανασηκώνεσαι.  

Πάτα εδώ για Συνέχεια! 11) Στο Πανεπιστήμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου