Ενα online Μυθιστόρημα, Νίκος Χατζόπουλος

Ενα online Μυθιστόρημα, Νίκος Χατζόπουλος.

Το παρόν μυθιστόρημα απευθύνεται σε ενηλίκους και απαγορεύεται η ανάγνωση του σε άτομα κάτω των 18 ετών.

Ως μυθιστόρημα:

1) Κάθε πρόσωπο και συμβάν είναι στη σφαίρα της φαντασίας και κάθε σχέση με πραγματικά πρόσωπα και συμβάντα είναι συμπτωματική.

2) Ότι γράφεται εντός ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας και δεν πρέπει να λαμβάνεται ως γεγονός , συμβουλή,παραίνεση (κτλ.)

της πραγματικότητας .

3) Απαγορεύεται:

α) η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του κείμενου χωρίς την απαραίτητη αναφορά στο όνομα του συγγραφέα.

β) η χρησιμοποίηση μερών ή ολόκληρου του κείμενου για εμπορικούς ή διαφημιστικούς σκοπούς.


Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

1) Ο Παππούς


Ήρθε η σειρά μου. Πλησίασα και του φίλησα το μέτωπο. Η μύτη του ξεχώριζε πάνω στο πρόσωπο, άσπρη με κόκκινα στίγματα. Τα χείλη του είχαν χάσει το χρώμα τους, χαλαρωμένα και αδύναμα χωρίς μυς να τα συγκρατούν. Τα μάγουλα ήταν ρουφηγμένα σαν ξεφούσκωτη μπάλα και σχεδόν καλυμμένα από τα γαρύφαλλα. Του είχαν φορέσει ένα μαύρο κοστούμι που ίσα-ίσα φαινόταν ανάμεσα από τα γαρυφαλλοπέταλα. Στο στήθος του ξεφύτρωναν, σαν μέσα από τη εύφορη γη, οι καρποί των χεριών του και διασταύρωναν μεταξύ τους. Του είχαν κουμπώσει μέχρι πάνω ένα λευκό πουκάμισο που πίεζε το γερασμένο του λαιμό δημιουργώντας μικρές ζάρες δέρματος. Ποτέ δεν τον είχα δει με κουμπωμένο πουκάμισο ως πάνω. Οι συγγενείς παρακολουθούσαν τις κινήσεις μου- οι συγγενείς πάντα παρακολουθούν- αυτός είναι ο κυρίως σκοπός τους.
Έκανα το σταυρό μου όπως είχα είδα να κάνουν όλοι πριν από μένα. Πισωπάτησα και πήγα στη θέση μου. Ο θείος μου με χτύπησε επιτιμητικά στη πλάτη. «Πάω λίγο έξω», ψιθύρισα στη μάνα μου. Έσφιξε ένα μαντίλι στο πηγούνι της και μου έκανε ένα καταφατικό νόημα . Περπάτησα κάτω από τον μεγάλο πολυέλαιο που το συγκρατούσε το θολωτό ταβάνι με την αναπαράσταση του Ιησού. Αν είχα μπροστά μου ένα τραμπολίνο θα πηδούσα πάνω του, αυτό θα με εκσφενδόνιζε τόσο ψηλά που με την άκρη των δαχτύλων μου θα ακουμπούσα ίσα ίσα τον θόλο.
Στα ξύλινα καθίσματα είχε γιαγιάδες και παππούδες από τις γύρω εργατικές κατοικίες. Σε όλο το ιερό αναδευόταν μια μυρωδιά λιβανιού, ηλικιωμένων αναπνοών και καμένων κεριών. Το φως του ήλιου έγλυφε τα πρόσωπα των πενθούντων αλλοιωμένο από τα βιτρό στα παράθυρα. Πέρασα δίπλα από το σόι του παππού και βγήκα έξω.
Η περιποιημένη αυλή της εκκλησίας ήταν τσιμεντοστρωμένη και στις άκρες της είχε ένα παρτέρι με νεαρά λιγνά δεντράκια αραδιασμένα από εδώ κι από εκεί. Στον ουρανό δεν ταξίδευε ούτε ένα παραμικρό σύννεφο.
Κάθισα σε ένα πεζούλι δίπλα σε ένα ηλικιωμένο κύριο που κάπνιζε. Συναντήθηκαν τα βλέμματα μας. Φάνηκε να με γνώρισε. Εγώ όχι. «Συλλυπητήρια» μου είπε. Τον ευχαρίστησα.
Έβγαλα να στρίψω κι εγώ ένα τσιγάρο. Αν και το καλοκαίρι είχε φύγει ημερολογιακά μόλις πριν λίγες μέρες, είχε μια ψυχρούλα στην ατμόσφαιρα. Άπλωσα τα πόδια μου μπροστά. Τα καφέ παπούτσια έδειχναν ολοκαίνουργια παρότι τα είχα τρία χρόνια. Τα φορούσα μόνο σε γάμους και κηδείες και σε αυτή την ηλικία που πλησιάζεις τα τριάντα, όλο γάμοι και κηδείες σε πετυχαίνουν. Είτε από συγγενείς που μεγαλώνουν και έφτασε η ώρα τους, είτε από φίλους που μεγαλώνουν και έφτασε η ώρα τους να παντρευτούν.
Ξανακοιτάχτηκα με το κύριο δίπλα. Στο μέτωπο του σχηματιζόταν δυο βαθιές διαγώνιες ρυτίδες που άνοιγαν μέχρι ψηλά εκεί που θα συνήθιζαν να είναι τα μαλλιά του παλιότερα. Φορούσε ένα πολυκαιρισμένο γκρι παντελόνι και ένα άσπρο διάφανο πουκάμισο που άφηνε να φαίνεται από μέσα το τιραντένιο φανελάκι του. Ο γιακάς είχε δεμένη πάνω του μια παλιομοδίτικη λεπτή, μαύρη γραβάτα. Το σακάκι του το είχε αφημένο πάνω στην αγκαλιά του. Του χαμογέλασα, με ζύγισε με τα θολά μάτια του.
«Ήταν καλός άνθρωπος ο πάππους σου ο Τάταρος», μου είπε τελικά.
Την άκουσα κι άλλη φορά αυτή τη λέξη σήμερα. Την έπιασε το αυτί μου καθώς περνούσα δίπλα από ένα πηγαδάκι φίλων του παππού. Δεν είχα ιδέα ότι τον φώναζαν Τάταρο. Μου φάνηκε παράξενο που ενώ είχα περάσει ατελείωτες ώρες με τον παππού να τρώμε, να πίνουμε, να συζητάμε και να μου λέει ιστορίες, ποτέ δεν είχα μάθει ότι είχε παρατσούκλι.
«Ήσασταν φίλοι;» ρώτησα.
«Ναι. Συμπαίκτες. Αλλά και φίλοι. Να κοίτα, έχει στείλει και στεφάνι η ομάδα». Σήκωσε το χέρι και μου έδειξε δίπλα στη πόρτα της εκκλησίας ένα ψηλό στεφάνι με γαρίφαλα.
«Παίζαμε Άλφα κατηγορία τότε . Εσύ τι ομάδα είσαι;»
«Δεν ασχολούμαι και πολύ με το ποδόσφαιρο», απάντησα, και μου έριξε ένα ερευνητικό βλέμμα.
«Εντάξει δε πειράζει», είπε και έβγαλε τα άντερα του τσιγάρο στο τσιμέντο, με το μοκασίνι του .
«Γιατί τον λέγαν Τάταρο;» Πρόλαβα να τον ρωτήσω καθώς κατεύθυνε τις παλάμες του στα γόνατα για να σηκωθεί. Χαμογέλασε κάτω από το ρεμπέτικο μουστακάκι του και ξανακάθισε. Κοίταξε πάνω αριστερά προς το καμπαναριό με παρατεταμένο χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που το αποκτάς μόνο με την σύγκρουση από 80 χρόνια αναμνήσεις.
«Γιατί ε; Γιατί έδερνε! Πόσες φορές είχε ανέβει στις κερκίδες των αντιπάλων και έδερνε τους οπαδούς της άλλης ομάδας. Έδερνε τους παίχτες , τους διαιτητές τους παράγοντες μέχρι και τους συμπαίχτες του έδερνε. Ήταν παλικάρι».
Του ανταπέδωσα το χαμόγελο.
«Ήταν παλικάρι», ξαναείπε, σηκώθηκε από το πεζουλάκι και πέρασε κάτω από την πόρτα της εκκλησιάς με αργά γεροντικά βήματα. Μου ήρθε μια όρεξη να κλάψω. Δεν το κάνα. Σε αυτήν την ηλικία που πλησιάζεις τα τριάντα έχεις μάθει ότι δε μπορείς να κλαις όποτε σου γουστάρει.

Διαγώνια ανάμεσα από τις πολυκατοικίες μπορούσα να διακρίνω ένα κομμάτι από το κήπο του σπιτιού του παππού. Δεν ήταν κανονικός παππούς εξ αίματος. Ήταν ο δεύτερος άντρας της γιαγιάς μου. Εγώ όμως αυτόν γνώρισα για παππού και ο πατέρας μου για πάτερα. Ο πατέρας μου τον φώναζε και τον ένιωθε μπαμπά κι εγώ τον φώναζα και τον ένιωθα παππού.
Ήταν ωραίος τύπος. Ποτέ δεν είχε σταθερή δουλειά. Πότε δούλευε ναυτικός, πότε λιμενεργάτης, μετά σε βουλκανιζατέρ και αποθηκάριος. Όταν πήγαινα στο σπίτι της γιαγιάς να με κρατήσουν για μερικές μέρες τον θυμάμαι να έρχεται καμαρωτός από τη δουλειά. Φορούσε μόνιμα κοντομάνικο μπλουζάκι χειμώνα-καλοκαίρι και πάντα πάνω στο κεφάλι του έγερνε ελαφρά ένα μάλλινο μπλε ναυτικό καπέλο με κίτρινο σιρίτι στο γείσο. Το μεσημέρι, η γιαγιά του ετοίμαζε μεζέ με διάφορα αγγουράκια, ντομάτα, ελιές, ούζο και ψάρι. Ότι ψάρι τύχαινε, αλλά δεν καθόταν στο τραπέζι αν δεν υπήρχε ψάρι. Κατέβαζε ένα κατοσταράκι ούζο και μετά ξάπλωνε για ύπνο. Το απόγευμα ξυπνούσε, έφτιαχνε ένα ελληνικό καφέ και καθόταν στη αυλή να κοιτάει τον κόσμο που περνάει.
Η πραγματική και αγαπημένη του ιδιότητα, ήταν ψαράς. Είχε μια ξύλινα βάρκα γύρω στα 4-5 μέτρα με πετρελαιομηχανή. Τις καλοκαιρινές Κυριακές με έπαιρνε και πηγαίναμε βόλτα με τη βάρκα. Φτάναμε στη μαρίνα που βρισκόταν στην άκρη της πόλης λίγη ώρα μετά το χάραμα. Εγώ έτρεχα πρώτος για να γνωρίσω τη βάρκα που τραμπαλουσε ανάμεσα σε δεκάδες άλλες στα μολυβένια πρωινά κύματα. Μόλις την έβρισκα φώναζα: «Εδώ παππού. Εδώ είναι η βάρκα μας. Τη βρήκα!» Τραβούσε το σκοινί με τα δυνατά του χέρια και η βάρκα κυλούσε αργά στο νερό προς το μέρος μας. Έκανε ένα σάλτο σαν ακροβάτης πάνω στο σκοινί και ύστερα πηδούσε με σβελτάδα στη κοιλιά της βάρκας. Με σήκωνε από τις μασχάλες πάνω από τη μαρίνα και με έβαζε κι εμένα μέσα. Μετά ξεκλείδωνε ένα ντουλαπάκι με διάφορα εργαλεία, έβγαζε μια μανιβέλα την έσφιγγε σε μια υποδοχή της μηχανής, την πίεζε απότομα προς τα κάτω κι η μηχανή έπαιρνε μπρος. Εγώ καθόμουν στη κουπαστή να κοιτάω τα τελευταία σπίτια της πόλης και αυτός στη πρύμνη με σηκωμένο το πηγούνι. Κρατούσε από μια ανάγλυφη λαβή το ξύλινο τιμόνι που βυθιζόταν στο πίσω μέρος της βάρκας και έσκιζε τη θάλασσα. Μας χτυπούσε ο αλατισμένος αέρας και η πετρελαιομηχανή έκανε ένα δυνατό υπόκωφο θόρυβο σαν παλιό μοτοσακό. Τούπου-τούπου, τούπου- τούπου, τούπου- τούπου.
Μου φώναζε:
«Ε Καπετάνιο! Όλα καλά εκεί μπροστά!» Εγώ έβαζα το χέρι στο μέτωπο, μισό για να χαιρετίσω ναυτικά, και μισό για να κρύψω τον ήλιο.
«Όλα καλά!»
Πηγαίναμε σε κάτι ρηχά νερά κοντά στα βράχια. Σηκωνόταν ορθός όπως ήταν και πανύψηλος, στερέωνε τις πατούσες του στη δυο μεριές της βάρκας και έπιανε στα χέρια του ένα μακρύ καμάκι πάνω από 2 μέτρα. Αγρίευε το ηλιοκαμένο του πρόσωπο, σημάδευε , πεταγόταν οι φλέβες στους πήχες του και εκσφενδόνιζε με δύναμη το καμάκι μέσα στη θάλασσα. Στις μισές ριξιές θα χτυπούσε και από μια σουπιά. Τις ξαγκίστρωνε προσεχτικά από τα δόντια του καμακιού, μου τις έδινε και τις έριχνα σε έναν πλαστικό κουβά που μπλάβιζε από το μελάνι. Όταν πηγαίναμε σπίτι βαστούσα εγώ τον κουβά και τον έδειχνα με περηφάνια στη γιαγιά. «Πρόσεχε μη στάξουν» μου έλεγε αυτή. Τις πλέναμε στο μεγάλο πέτρινο νιπτήρα της κουζίνας και με ένα κοφτερό μαχαίρι που όλο και μίκραινε κάθε χρόνο από το λιμάρισμα, αφαιρούσε ο πάππους με μαεστρία το μεσοκόκκαλο και το νύχι τους. Τις κόβαμε μικρές φέτες και τις ρίχναμε στη σάλτσα ντομάτα που έβραζε στο σαγανάκι της γκαζοκουζίνας μαζί με κομματιασμένη φέτα, σκόρδο και καυτερή πιπέρια. Ύστερα έστρωνε η γιαγιά το τραπέζι και ο παππούς έπαιρνε ένα μικρό ποτήρι σαν το δικό του, μου έβαζε νερό και μερικές σταγόνες ούζο ίσα να θολώσει. Κόβαμε από μια βούκα ψωμί και βουτούσαμε στη σάλτσα προσπαθώντας να κόψουμε συνάμα και κανένα μέρος από τη σουπιά με το δάχτυλο κρυμμένο στη ψίχα, δοκιμάζαμε, ανοίγαμε διάπλατα τα μάτια, τσουγκρίζαμε τα ποτήρια και πίναμε από μια γουλιά.

Η γιαγιά μου πέθανε πριν από 4 μήνες. Ο παππούς έμεινε μόνος του. Στη κηδεία της γιαγιάς καθώς συνοδεύαμε τη νεκροφόρα και περπατούσαμε δίπλα- δίπλα, άπλωσε το μακρύ του χέρι και με έπιασε με δύναμη από τον αντίθετο ώμο. Ακόμα και στα γεράματα ήταν ψήλος και γεροδεμένος.
«Άκου. Δε θα αντέξω πολύ ακόμη χωρίς τη γιαγιά. Να το ξέρεις. Το σπίτι θα το γράψω σε σένα. Θα στο αφήσω και καν΄ το ότι θες να' ουμε. Αν θες μείνε, αν θες πούλα το, γκρέμιστο, ότι θες καν’ το.»
«Εντάξει».
« Και αν σου πουν τίποτα τα ανίψια μου. Πες τους να γαμηθούν να' ουμε».
«Εντάξει παππού».

Εκείνη τη μέρα, τέσσερις μήνες πριν, Μάιο μήνα, ψιχάλιζε ασταμάτητα από το πρωί. Η ψυχή της γιαγιάς πετούσε και ο ουρανός ψιχάλιζε. Κρατούσα μια μαύρη ομπρέλα πάνω από τα κεφάλια μας, το δικό μου και του παππού και βαδίζαμε αργά πρώτοι πίσω από το νεκροφόρα της. Λερώναμε τα παπούτσια και τα μπατζάκια μας στον λασπωμένο δρόμο του νεκροταφείου και μια λιβελούλα μας ακολουθούσε πεταρίζοντας. Οι φωτογραφίες εκατοντάδων νεκρών σε θαμπωμένα καδράκια μας παρατηρούσαν. Τα εκφράσεις στις φωτογραφίες έδειχναν ότι κανένας τους δεν πίστευε ότι ο θάνατός θα έρθει τόσο γρήγορα. Κανείς τους δεν ήταν έτοιμος. Κανείς ποτέ δεν είναι έτοιμος για τίποτα. Ανταλλάξαμε εκείνες της κουβέντες για το σπίτι αλλά το μυαλό μου δε μπορούσε να σκεφτεί παρά την κοπέλα που ήμουν μόλις λίγες ώρες πριν. Την άφησα στο στρώμα να κοιμάται μπρούμυτα και πριν φύγω στάθηκα τρία τέσσερα λεπτά από πάνω της. Θαύμαζα την γυμνή της πλάτη. Ύστερα λίγο τον κώλο της και μετά πάλι την πλάτη και μετά το σημείο που ενώνεται ο κώλος με την πλάτη. Είχε μια ωραία πλάτη. Γυμνασμένη. Νεανική. Ευθεία. Της το είχα πει κάπου στη μέση της νύχτας. «Έκανα κολύμβηση για χρόνια», μου απάντησε με μικρά λαχανιάσματα. «Όταν βλέπεις γυμνασμένη πλάτη και μικρά στήθη σε μια κοπέλα, να ξέρεις ότι τις περισσότερες φορές έχει να κάνει με κολύμβηση».
Εκείνη την μέρα είχε πεθάνει η γιαγιά. Το έμαθα το μεσημέρι και το ίδιο βράδυ βγηκα έξω να διασκεδάσω. Έτυχε να κάτσουμε με την Ελένη στην ίδια παρέα, μετά από πολύ κρασί και μερικές ώρες βρεθήκαμε στο διπλό της φοιτητικό κρεβάτι.
Η Ελένη ήταν μια κοπέλα που μόλις κάθισε στο τραπέζι άρχισα να την θέλω. Το να καταλήξεις με μια γυναίκα που πραγματικά θέλεις είναι κάτι σπάνιο. Καταρχήν πρέπει να την πλησιάσεις από το τίποτα και να την φλερτάρεις και είναι τόσο δύσκολη και επίπονη η διαδικασία του φλερτ. Ποτέ δε ξέρεις τι πρέπει να πεις αλλά και να ξέρεις πιθανότατα θα το πεις την λάθος στιγμή. Αυτή είναι μια εκπληκτική ιδιότητα του εγκεφάλου του χόμο σάπιενς, να βρίσκει το κατάλληλο πράγμα που πρέπει να πει πολύ αργότερα από την στιγμή που το χρειάζεται. Ίσως το καλύτερο φλερτ να γίνεται όταν είσαι απών. Ίσως να σε περιμένουν κάποιοι φίλοι ή γνωστοί που αυτή τους εμπιστεύεται και να πουν για σένα τα καλύτερα. «Α ο φίλος μας είναι καταπληκτικό παιδί. Έχει πλάκα είναι ωραίος και έξυπνος και στην προηγούμενη γκόμενα του είχε δωρίσει ένα αυτοκίνητο». « Αυτοκίνητο;» Θα επαναλάβει αυτή. Ύστερα καταφθάνεις εσύ. Η κοπέλα που έχει ακούσει όλα αυτά για σένα πρέπει πρώτα να τα καταρρίψει και μετά να αρχίσει να σε αντιπαθεί, το οποίο θέλει δουλειά και δεν έχουν οι περισσότερες τόση όρεξη για δουλειά. Αρκούνται σε αυτά που άκουσαν. Επίσης λειτουργεί και αντίστροφα, σε περιμένει μια παρέα και λέει κάποιος. «Ωχ θα έρθει ένας τύπος που είναι πολύ βαρετός». Αυτό είναι σίγουρο το χειρότερο σαμποτάζ που μπορούν να σου κάνουν. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσει κανείς να ανατρέψει τον χαρακτηρισμό βαρετός. Το πολύ πολύ να καταφέρεις να το γυρίσεις στο σαχλός.
Η Ελένη καθόταν στην απέναντι καρέκλα και μόνο που την κοιτούσα ένιωθα μια ευφορία. Είναι μερικές γυναίκες που σε ισοπεδώνουν χωρίς να κάνουν τίποτα. Η φυσιογνωμία της έδειχνε ότι θα πετύχει στη ζωή. Είχε λείο, μακρύ λαιμό και λεπτά χαρακτηριστικά. Στο προφίλ της διαγραφόταν μια τέλεια μύτη και όλοι ξέρουν ότι αν μια γυναίκα έχει τέλεια μύτη πιθανότατα θα είναι όμορφη.
Αν και φορούσε τα φοιτητικά της ρούχα, μια γκρίζα φόρμα από κάτω, ένα μακό μπλουζάκι με μεγάλη λαιμόκοψη και είχε περάσει την τεράστια υφασμάτινη τσάντα της στον ώμο της καρέκλας, δε μπορούσες παρά να την φαντάζεσαι με βραδινό μαύρο φόρεμα, μαργαριταρένιο κολιέ στο λαιμό να κρατάει ένα μακρόστενο ποτήρι απεριτίφ στο χέρι και να καλησπερίζει στην πόρτα τους καλεσμένους που μόλις έχουν προσπεράσει την φωταγωγημένη πισίνα της βίλας. Αυτές οι γυναίκες που έχουν τη στόφα της επιτυχίας, πάντα μου κινούν το ενδιαφέρον, ίσως επειδή εγώ έχω την εντύπωση ότι είμαι κομμάτι της πλέμπας, ότι ανήκω στο περιθώριο, ότι θα είμαι για πάντα φτωχός, κακοντυμένος και αποτυχημένος. Νομίζω ότι τέτοιες γυναίκες όπου και να τις αγγίξω ό,τι και να τους πω, θα τις λερώσω και αυτό είναι πραγματικά διεγερτικό. Επιπλέον σπούδαζε και Ιατρική, σίγουρα νιώθεις καλύτερα όταν σε θέλει κάποιος που είναι γιατρός ή δικηγόρος ή κάτι τέτοιο. Εσύ που είσαι ένα τίποτα, έχεις την συνεχόμενη αντίληψη ότι τον ρίχνεις στο ζύγι, ότι τον κοροϊδεύεις, ότι τον κλέβεις. Συν τοις άλλοις , μου είπε πολύ αργότερα πως είναι γιατρός και αυτό ήταν κάτι που εκτιμάς, καθώς οι περισσότεροι δεν περιμένουν περισσότερο από πέντε λεπτά όταν γνωρίζονται με κάποιον για να του αποκαλύψουν ότι είναι γιατροί. Συνήθως το λένε τάχα έμμεσα. “Προχθές που ήμουν εφημερία...” “Α είσαι γιατρός;” “Ναι”, απαντάν γρήγορα και αδιάφορα , συνεχίζοντας ικανοποιημένοι την ανούσια ιστορία τους.
Φεύγοντας από το τραπέζι, με πλησίασε και περπατήσαμε δίπλα-δίπλα στα σκοτεινά στενά της πόλης, πιο πίσω από την όλη παρέα. Κοιτούσα τις θλιβερές βιτρίνες από τα κλειστά παλιατζίδικα και αναρωτιόμουν πως επιβιώνουν οι ιδιοκτήτες τους, δεν μιλούσα πολύ, έκτος από την αποκάλυψη ότι σήμερα πέθανε η γιαγιά μου. Με αγαπούσε η γιαγιά μου, μου έδινε πότε πότε χαρζιλίκι αν τις περίσσευαν και μια φορά τουλάχιστον τον μήνα με ξεμάτιαζε. Η Ελένη ξαφνικά γύρισε, με κοίταξε κατάματα, χαμογέλασε και χωρίς να το καταλάβω, ένιωσα μια ξένη γλώσσα να τριγυρνάει ακανόνιστα μέσα στο στόμα μου. Αυτό είναι χαρακτηριστικό στα πρώτα φιλιά, πολλοί άνθρωποι έχουν την εντύπωση ότι το να βάζεις όλη τη γλώσσα στο στόμα του άλλου, δείχνει ότι είσαι παθιάρης ή αισθησιακός. Όταν βρεθήκαμε σπίτι της, το φιλί της χαλάρωσε. Δεν ήταν καθόλου άσχημα. Αν και όταν το κάνεις με κάποιον την πρώτη μέρα που τον γνωρίζεις, δεν έχεις ιδέα ποιος είναι. Βλέπεις ένα μικρό μέρος του κάθε φορά που τον κοιτάς χωρίς να δύνασαι με τίποτα να το αναγάγεις σε μια ολότητα. Βλέπεις ένα μάγουλο και μισό μάτι ή μαλλιά μπερδεμένα με ωμοπλάτη ή ένα χαμόγελο και μια ζουληγμένη μύτη ή μια διπλωμένη μέση με ένα βραχίονα πάνω της. Επίσης όλη αυτή την ώρα θυμάσαι μόνο ένα μέρος από τις ιδιότητες του «Α είναι αυτή που σπουδάζει γιατρός» ή «Α, είναι η φίλη του Μιχάλη με την ελιά κάτω από το μάτι,» ή «Α, είναι η τύπισσα που ξέρει τρεις γλώσσες και κάποτε θα φοράει μαργαριτάρια και θα καλησπερίζουμε δίπλα- δίπλα καλεσμένους στο νέο μας σπίτι». Δεν έχεις συνολική εικόνα για το ποιος είναι αυτός που ιδρώνει και τρίβεται πάνω σου σαν ζώο. Το μόνο που κάνεις, ειδικά αν έχεις πιει πολύ, είναι να περιμένεις να τελειώσεις και μόλις τελειώσεις, αυτή ξαναγίνεται ο άνθρωπος που ήθελες.

Σήμερα, τέσσερις μήνες μετά, ήταν η κηδεία του παππού, εχθές το βράδυ δε γνωρισα καμιά. Βγήκα έξω με τη σκέψη ότι είναι πολύ πιθανό να ξαναγνωρίσω κάποια σαν την Ελένη. Μια προσωπική μεταφυσική θεώρηση που συνέτεινε ότι κάθε φορά που πεθαίνει κάποιος κοντινός συγγενής μου, την ίδια νύχτα θα κάνω σεξ με μια γκόμενα που πραγματικά μου αρέσει. Τελικά δεν επιβεβαιώθηκε καθόλου αυτή η βλακώδης σύλληψη. Δε μίλησα ούτε με μισή γυναίκα για να της αποκαλύψω ότι σήμερα πέθανε ο παππούς και ότι δεν έχω πολύ διάθεση.

Με την Ελένη συναντήθηκα ξανά μετά από δέκα μέρες από την πρώτη μας γνωριμία. Πήγαμε ένα απόγευμα ίσα-ίσα μίση ώρα για καφέ, και μετά κατευθείαν σε ένα διαμέρισμα που έλειπε μια φίλη της και της είχε δώσει τα κλειδιά. Είχε φέρει μαζί της και μου χάρισε τρία βιβλία του Τζον Στάϊνμπεκ. Καθώς ντυνόμασταν μου αποκάλυψε ότι υπάρχει κάποιος άλλος στη ζωή της και ότι δε θα ήταν σωστό να ξαναβρεθούμε.
«Δε πρόκειται ξαναγίνει αυτό που έγινε σήμερα. Αυτή είναι η τελευταία φορά που βρισκόμαστε», μου είχε πει κάπως αυστηρά.
«Η προτελευταία» είπα εγώ.
Με κοίταξε ερευνητικά, «Εντάξει», απάντησε
Τελικά βρεθήκαμε άλλες τρεις φορές και ύστερα εξαφανίστηκε. Δε μου απάντησε σε δυο απανωτά e-mail. Είχα τον αριθμό από το κινητό της αλλά δεν ξαναπροσπαθήσω να επικοινωνήσω μαζί της. Μου έμειναν τουλάχιστον τα βιβλία. Στο σπίτι του πάππου και τις γιαγιάς είχα σκοπό να φτιάξω μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Αν έχεις σπίτι δικό σου, δεν θες και πολλά μετά. Μια βιβλιοθήκη, μια κοπέλα , ένα μισθό και είσαι οκέι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου