Ενα online Μυθιστόρημα, Νίκος Χατζόπουλος

Ενα online Μυθιστόρημα, Νίκος Χατζόπουλος.

Το παρόν μυθιστόρημα απευθύνεται σε ενηλίκους και απαγορεύεται η ανάγνωση του σε άτομα κάτω των 18 ετών.

Ως μυθιστόρημα:

1) Κάθε πρόσωπο και συμβάν είναι στη σφαίρα της φαντασίας και κάθε σχέση με πραγματικά πρόσωπα και συμβάντα είναι συμπτωματική.

2) Ότι γράφεται εντός ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας και δεν πρέπει να λαμβάνεται ως γεγονός , συμβουλή,παραίνεση (κτλ.)

της πραγματικότητας .

3) Απαγορεύεται:

α) η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του κείμενου χωρίς την απαραίτητη αναφορά στο όνομα του συγγραφέα.

β) η χρησιμοποίηση μερών ή ολόκληρου του κείμενου για εμπορικούς ή διαφημιστικούς σκοπούς.


Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

4) Η φτωχή Τζούντι.

Η φτώχεια είναι κάτι παραπάνω από μια κατάσταση. Η φτώχεια είναι μια αχόρταγη θεά που κατασπαράζει κάθε συναίσθημα και σκέψη. Μια θεά που όταν είναι παρούσα δε μπορείς να κάνεις τίποτα παρά να γονατίζεις μπροστά της, να την λατρεύεις και να την παρακαλάς να σε αφήσει ελεύθερο. Όπου κι αν γυρίσεις είναι εκεί. Ότι και να αγγίξεις, με ότι και να καταπιαστείς, είναι χαραγμένο πάνω του το σύμβολο της. Αν όμως φτάσεις σε σημείο να την αποδεχθείς, σου φέρεται καλά. Σε κάνει να περνάς όλα τα εμπόδια , σε κάνει έναν ατρόμητο, δυνατό ηρώα που δε μπορεί να σε σταματήσει τίποτα. Σε στεγνώνει από κάθε οίκτο για τους άλλους. Σε μετατρέπει σε ένα αισιόδοξο και φιλόδοξο ων, σου προσφέρει όνειρα πρωτόγνωρα και σε τοποθετεί στο κέντρο από δοκιμασίες ζωής.

Τέλη Οκτωβρίου είναι πάντα μια μεταβατική περίοδος που περνάνε όσοι αγαπούν το καλοκαίρι. Τα τέλη του Οκτωβρίου είναι η εποχή που τελειώνουν και τα τελευταία αποθέματα του καλοκαιριού μέσα μας και είναι κάπως δύσκολα τα πράγματα. Ζω για το καλοκαίρι, αυτό είναι μια αλήθεια. Ο χειμώνας είναι απλή αναμονή. Σε μερικούς αρέσει ο χειμώνας αλλά ως συνήθως αυτοί είναι τίποτα μαλάκες. Τον χειμώνα κρυώνεις , βρέχεσαι, είσαι κακόκεφος λόγω του καιρού, συναχώνεσαι, σου πονάνε τα κόκαλα, παγώνουν τα πόδια και η άκρη της μύτης. Καταραμένος χειμώνας. Δε μπορώ να δω τίποτα θετικό στο χειμώνα. Η μέρα είναι υγρή, μουντή και αργοκίνητη σαν γεωσκώληκας. Το επόμενο καλοκαίρι απέχει αρκετά. Ίσως πρέπει να κανονίσω κάπως τι ζωή. Ίσως να βρω μια δουλειά.
Η ζάχαρη στο βαζάκι τέλειωνε και την έξυσα από τα τοιχώματα με το κουτάλι. Άνοιξα την τηλεόραση και ξάπλωσα στο καναπέ. Όταν κάθεσαι μέρες μέσα στο σπίτι, σε ρουφάει στο διαβρωτικό, υπνωτιστικό του στομάχι. Δεν έχεις όρεξη για τίποτα. Κάθεσαι άπραγος περιμένοντας να ξυπνήσεις από τον λήθαργο. Πέτυχα μια ταινία με νέους Αμερικάνους μέσα στην επιτυχία. Ρούφηξα λίγο φραπέ από το μακαρόνι που είχα για καλαμάκι. Καλαμάκια δεν είχα, αλλά χρησιμοποιούσα χοντρά μακαρόνια παστίτσιου νούμερο 1 , αφημένα στο ντουλάπι από τον παππού. Ευτυχώς είχε φτάσει η ζάχαρη. Αναρωτιέμαι ποιοι γράφουν αυτά τα σενάρια για αυτές τις ταινίες; Αυτοί οι νέοι ούτε καν το θεωρούσαν σημαντικό που έχουν  χρήματα για να τριγυρνάνε με τα αμαξάκια τους, να παρεξηγούνται για μικροπράγματα και να ερωτεύονται. Μια χαρά όλα. Ίσως επειδή πάντα για τους νέους γράφουν οι γέροι. Βάζουν τα γεροντικά , πασαλειμμένα, ξυλιασμένα, σαλιάρικα λόγια τους στα νεανικά στοματάκια. Οι νέοι στις περισσότερες ταινίες είναι το κακέκτυπο της εντύπωσης των γερασμένων σεναριογράφων. Ζηλιάρηδες γέροι κάθονται στις γραφομηχανές τους σκαρώνοντας ψευτονεανικούς διαλόγους με κακεντρέχεια και φθόνο για τα νιάτα που έχασαν. Τόσο θλιβεροί διάλογοι και συμπεριφορές. Μου τι δίνουν οι γέροι. Θα έπρεπε να έχουμε μια κοινωνία που να παίρνεις σύνταξη μέχρι τα τριάντα και μετά να αρχίζεις να δουλεύεις σαν το γαϊδούρι μέχρι να ψοφήσεις και να πέσεις κάτω από την δουλειά. Ποιο είναι το νόημα να είσαι νέος και να δουλεύεις; Ποιο είναι το νόημα να είναι αναγκασμένο ένα παιδί επί 12 χρόνια , 6 ώρες την ημέρα να κάθετε σκυμμένο σε ένα θρανίο; Να μάθει τι, εκτός από το πως να υπακούει τους μεγαλύτερους; Όλοι αυτοί οι κανόνες κατασκευάζονται από ζηλόφθονους γέρους. Είσαι νέος, θα πληρώσεις. Θα παρακολουθεις χωρίς να μπορείς να κάνεις τίποτα τους άνευρους καθηγητές, θα προσκυνήσεις τους ρυτιδιασμένους διευθυντές, τους ανέραστους σκηνοθέτες, τους καμένους προϊστάμενους και υπευθύνους.
Κάθε επιτυχία ενός νέου κρύβει τη συμβολή ενός γέρου. Θα πληρώσεις με τα νιάτα σου βρομονέε μέχρι να γίνεις σαν κι εμάς. Μέχρι να σκέφτεσαι σαν κι εμάς, μέχρι να συμπεριφέρεσαι σαν κι εμάς, ίσως τότε θα σε αφήσουμε ελεύθερο να τυραννάς τους επόμενους. Θα μάθεις τι σημαίνει να θες να εκδικηθείς και να μη μπορείς. Θα μάθεις πως μπορώ να σε καταστρέψω αν μου αντιμιλήσεις. Παλιοκαθίκι νέε. Άπληστε. Αχάριστε. Έξω από το γραφείο μου και μην ξαναπατήσεις μέχρι να σε δω γονατιστό ή πιο ρυτιδιασμένο.

Ψηλάφισα το σακουλάκι του καπνού, έδειχνε άδειο. Βρήκα μέσα λίγα τρίμματα και ένα ξεχασμένο, λερωμένο φιλτράκι. Προσπάθησα να το στρίψω προσεχτικά αλλά τα χέρια μου έτρεμαν και το μισό πήγε κάτω. Έστριψα ένα λεπτό και άνοστο τσιγαράκι, το τελευταίο μου. Εχθές μου τέλειωσαν και τα τελευταία χαρτονομίσματα. Πήγαν όλα στο αλκοόλ, ήταν μια καλή επένδυση, δεν έγινε τίποτα σημαντικό και γύρισα χειρότερος άνθρωπος από αυτόν που ήμουν πριν βγω από το σπίτι. Κάθε μέρα που περνά γίνομαι χειρότερος. Όλοι οι άνθρωποι ότι και να καταφέρουν όσο απομακρύνονται από την παιδική τους ηλικία γίνονται χειρότεροι. Το να μην έχεις μία βεβαία, κάνει αυτήν την διαδικασία πιο επίπονη. Από την άλλη εμείς που έχουμε ζήσει τα νιάτα μας στις χρυσές στιγμές της ελληνικής μεταπολίτευσης και τα έχουμε βρει όλα έτοιμα δεν έχουμε τόσο μεγάλο πρόβλημα να ξοδέψουμε τα τελευταία λεφτά μας στο αλκοόλ. Όπως και να το κάνεις είναι μεγάλη και σημαντική στιγμή όταν τελειώνουν τα χαρτονομίσματα. Είναι το όριο της φτώχειας. Στον ορισμό του φτωχού του δυτικού κόσμου πάντα υπάρχει το πριν και το μετά από το τελευταίο χαρτονόμισμα. Μετά έχει κι άλλα στάδια. Πριν και μετά την τελευταία στέγη. Πριν και μετά το τελευταίο πιάτο φαγητό που μπορείς να πληρώσεις μόνος σου και πάει λέγοντας.
Αυτό ήταν, δεν έχω φράγκο. Πιθανόν να έχω κάτι κέρματα αραδιασμένα από εδώ κι από εκεί. Ίσως είχε παραπέσει κανένα πενηντάλεπτο σε κανένα μπουφάν ή γιατί όχι και κανένα δίευρω, ποιος μπορεί να το αποκλείσει; Ακόμα και πίσω από το κρεβάτι. Κάτι μπορεί να βρεθεί εκεί πέρα. Ή ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ. Όλο και κάτι θα βρεις στα μαξιλάρια του καναπέ. Έχει αρχίσει και η ψύχρα. Σε λίγες μέρες θα χρειαστώ φιάλη για την γκαζόσομπα. Αυτό είναι, ούτε δουλειά, ούτε λεφτά. Αλλά είμαι νέος. Θα δουλέψω και θα τα καταφέρω. Θυμάμαι έναν τύπο που είχα γνωρίσει ένα καλοκαίρι πριν από αρκετά χρόνια. Ήταν χαμογελαστός, χοντρούλης, με πονηρά μάτια, γύρω στα τριανταπέντε. Είχε κάτσει τυχαία στη παρέα μας. «Εγώ παιδιά» είχε αρχίσει να λέει και βάρεσε σιγανά το στήθος του με τη παλάμη.
«Εγώ άρχισα από το τίποτα. Μόνο με τα χέρια μου. Με τα γυμνά μου χέρια ξεκίνησα όταν ήμουν στην ηλικία σας. Δεν πήρα από κανέναν βοήθεια, ούτε από γονείς, ούτε συγγενείς. Δούλεψα και δούλεψα. Άρχισα από το μηδέν. Και τώρα....» Μας είχε κοιτάξει θυμάμαι έναν- έναν, σηκώνοντας με νόημα τα φρύδια του. « Και τώρα...μετά από τόσα χρόνια δουλειάς, χρωστάω τριάντα χιλιάδες ευρώ...»


Το καλοκαιράκι. Τι ωραίο που είναι το καλοκαιράκι; Ήθελα κάποιον να μου το θυμίσει. Έψαξα επίτηδες στο καλοκαιρινό μου τσαντάκι για μια χαρτονένια κομμένη γωνία συσκευασίας από αντικουνουπικό φιδάκι. Την βρήκα. Έγραφε με ένα μπλε μαρκαδόρο «Τζούντι» το μέιλ και το τηλέφωνο της.



 Έστειλα μειλ. Μέσα σε μια ώρα πήρα τρεις απαντήσεις. Φαίνεται η Τζούντι δεν είχε τι να κάνει και περνούσε όλο τον καιρό της στο ίντερνετ.
Το όνομα της κανονικά ήταν Μάρθα αλλά σε κάποια φάση την είπα Τζούντι για πλάκα και το κράτησε. Της άρεσε. Πάντα υπάρχει μια Τζούντι- Μάρθα που θα μας κατατρέχει. Όλοι οι άνθρωποι ανακαλύπτουν και από μια Τζούντι στη ζωή τους για να κυνηγάνε. Το έχουν ανάγκη. Την κυνηγάνε με υπομονή και σύνεση, βήμα βήμα, ακολουθώντας τα ίχνη της για μέρες και μήνες και χρόνια. Το σώμα του χόμο σάπιενς είναι φτιαγμένο για να κυνηγάει με υπομονή. Είμαστε προικισμένοι με τρία πράγματα, να τρέχουμε με δυο πόδια τεράστιες αποστάσεις , να έχουμε πόρους για τον ίδρωτα και υπομονή. Διάβαζα προχθές πως οι επιστήμονες έχουν αποδείξει ότι όποιο ζώο και να κυνηγήσουμε στην ξηρά θα το φτάσουμε, μπορεί να μας πάρει καιρό αλλά θα το φτάσουμε. Έκτος βέβαια και αν πρόκειται για έναν άλλον άνθρωπο.
Είχαμε γνωριστεί το καλοκαίρι. Ανάβλυζε νεότητα, μόλις 19 χρονών. Χαμογελαστή, μελαχρινή με μακριά κατάμαυρα μαλλιά, καθαρά μαύρα στρόγγυλα μάτια, ψηλή, ευθυτενής, με δυνατές γάμπες, μικρά στήθια και ένα κώλο από τη κόλαση. Ήταν μαζί με μια φίλη της. Οι δυο τους διακοπές σε ένα παραθεριστικό μέρος καμιά 100 χιλιόμετρα από την πόλη. Γνωριστήκαμε αρχικά σαν παρέες αλλά σιγά-σιγά ερχόμασταν όλο και πιο κοντά οι δυο μας. Από την δεύτερη μέρα, περνούσαμε όλο τον καιρό μαζί. Το πρωί πίναμε μαζί καφέ, το μεσημέρι πηγαίναμε στη θάλασσα, το απόγευμα μαγειρεύαμε και τρώγαμε μαζί και το βράδυ πίναμε και χορεύαμε μαζί. Ποτέ όμως μόνοι, όλο και κάποιος άλλος θα ήταν μαζί μας για να μας επιβάλει την ανισορροπία του.
«Πότε θα φιληθούμε;» Της είχα ψιθυρίσει μια φορά στο αυτί έτσι πως καθόμασταν στις διπλανές καρέκλες, πίναμε κρασί σε μια ταβέρνα και είχε αφημένο το χέρι της πάνω στο ωμό μου. «Ποτέ!», μου είχε απαντήσει κάθετα . Και όλο ερχόταν πιο κοντά μου. Την κοιτούσα μέσα στα μάτια μεθυσμένος και ύστερα με παρατούσε.
«Φεύγει η φίλη μου», μου έλεγε όταν άρχιζε να ανάβει το κέφι στα μπαρ και όλοι άφηναν το καλοκαιρινό γλέντι να τους συνεπαίρνει. «Πρέπει να πηγαίνω».
«Γιατί πρέπει να φύγεις κι εσύ;» Ρωτούσα θαυμάζοντας την ομορφιά της.
«Δε μπορώ να την αφήσω μονή».
«Δε θες να είσαι μαζί μου;»
«Θέλω αλλά δε γίνετε, θα τα πούμε αύριο». Χαμογελούσε με ένα παιδικό χαμόγελο σήκωνε το γυναικείο χέρι της και με αποχαιρετούσε. Εγώ συνέχιζα να πίνω, δεν είχα σθένος να μιλήσω με άλλη γυναίκα. Τα έδινα όλα στη Μάρθα και αυτή άπλα έφευγε. Με άφηνε έτσι εξουθενωμένο συναισθηματικά να κάθομαι στο μπαρ μόνος. Σκεφτόμουν ότι αν μια γυναίκα θέλει να είναι μαζί με έναν άντρα δεν υπολογίζει ούτε φίλες ούτε τίποτα, άπλα είναι μαζί του. Αλλά μου άρεσε μόνο και μόνο που ήμουν δίπλα της, δε μπορούσα να κάνω αλλιώς, λες και ήμουν στριμωγμένος σε μια γωνία και προβαλλόταν μόνο αυτή μπροστά μου. Ήμουν αναγκασμένος να πάρω ότι μου δίνει.
Τις κενές ώρες του μεσημεριού, μετά τη θάλασσα, καθόμασταν σε δυο αντικριστές καρέκλες, στριμώχναμε τα πόδια μας ο ένας στη καρέκλα του άλλου, διαβάζαμε τα βιβλία μας και πίναμε φτηνό κόκκινο κρασί σε μικρά πλαστικά ποτηράκια. Εγώ είχα μαζί μου ένα λογοτεχνικό και αυτή είχε ένα χοντρό, ιστορικό βιβλίο που φανερά τη δυσκόλευε και όλο αφαιρούνταν.
«Περίμενα ότι θα με πάρεις τηλέφωνο για να σου πω που σου έχω κρύψει το γράμμα που σου άφησα». Μου έγραψε στο μέιλ.
«Τι γράμμα» ρώτησα;
«Σου άφησα ένα γράμμα για να το διαβάσεις όταν θα ξαναγύριζες».

Τα γεγονότα είχαν ως έξης. Θυμάμαι ήταν ένα καυτό αυγουστιάτικο Σάββατο. Όχι ότι το καλοκαίρι στα παραθαλάσσια μέρη παίζει και μεγάλο ρολό τη μέρα είναι. Ξύπνησα πρωί-πρωί πριν από όλους με μια κακή διάθεση και το σώμα γεμάτο αλκοόλ. Το προηγούμενο βράδυ είχε συμβεί ξανά το ίδιο με τη Μάρθα. Με πλησίαζε, με πλησίαζε και στο τέλος με παράτησε. Σηκώθηκα σαν ζόμπι χωρίς καν να πιω καφέ και πήγα να βγάλω εισιτήριο με το πλοίο από το παραδιπλανό λιμάνι που πήγαινε απευθείας στο απέναντι νησί. Το πλοίο έφευγε τα χαράματα, είχα ακόμα καμιά 18 ώρες. Γύρισα πίσω και δεν είπα σε κανέναν τίποτα ούτε καν στον Λούη. Η Μάρθα θα έφευγε την Τετάρτη.
Το βράδυ της το είπα κατά τη μια μετά από ένα διασκεδαστικό χορό σουίνκ.
«Δε το πιστεύω».
«Αλήθεια είναι». Της έδειξα το εισιτήριο. Άνοιξε λαχανιασμένη διάπλατα τα μάτια και με κοίταξε.
«Σε παρακαλώ μη φύγεις. Μη φύγεις», μου έλεγε.
«Τώρα πάει. Το έβγαλα το εισιτήριο.»
«Και τι έγινε; Σε παρακαλώ. Μη φύγεις», έλεγε και μου σφράγιζε τα δάχτυλα με τις δυο παλάμες της.
«Έκτος αυτού, έχω γενέθλια την Τρίτη. Δε μπορείς να φύγεις. Δε θα είσαι εδώ στα γενέθλια μου; Και την Τετάρτη φεύγω. Φύγε την Τετάρτη δε μπορείς να φύγεις σήμερα το πρωί. Τι ώρα φεύγει το πλοίο;»
«Στις 7 το πρωί.»
«Σε 6 ώρες; Όχι ρε.... Σε παρακαλώ. Δε μπορείς να φύγεις.»
«Πρέπει».
«Καλά... Πάω λίγο στην Ιωάννα».
«Οκ. Εγώ πάω λίγο έξω».

Βγήκα έξω από το παραθαλάσσιο μπαρ. Έκατσα σε ένα πεζούλι απέναντι από το μικρό λιμάνι. Από πάνω με κοιτούσαν δισεκατομμύρια άστρα. Ένιωθα μόνος. Έκανα ένα τσιγάρο. Είχε κάποιος άλλος εκεί πάνω την νοημοσύνη να νιώθει μόνος; Έκανα ένα δεύτερο τσιγάρο. Θυμάμαι πόσο ήθελα να είμαι δίπλα στη Μάρθα-Τζούντι. Αλλά τι νόημα είχε αν δεν ήθελε αυτή να είναι δίπλα μου; Πως γίνεται αυτό; Την ίδια στιγμή να λέει άλλα και άλλα να κάνει. Πριν 15 λεπτά με παρακαλούσε να μείνω, γιατί; Και τώρα ούτε καν έρχεται να με βρει. Κάπνισα ακόμα ένα τσιγάρο κοιτώντας την ήσυχη μπλαβισμένη νυχτερινή θάλασσα με τα φωτάκια του χωρίου να αντανακλώνται χοροπηδηχτά πάνω της. Πήγα ξανά μέσα. Πλησίασα τη Μάρθα. Κάπνιζε και έπινε από ένα θολό μακρουλό ποτήρι με καλαμάκι. Το μοιραζόταν με τη φίλη.
«Που είσαι εσύ;» Μου είπε όταν πλησίασα.
«Έξω ήμουν. Γιατί δεν ήρθες να με βρεις;»
Πήρε μια έκφραση απορίας.
«Νόμιζα... ήθελες να μείνεις μόνος.»
«Όχι ρε Τζούντι. Έτσι το είπα... Για να έρθεις».
«Δε το κατάλαβα. Α... ακούς. Πριν ήρθε αυτός ο βλάκας και μου την έπεσε».
«Ποιος;»
«Αυτός μωρέ με τα ράστα. Που την έχει δει ωραίος. Ο χαζός.»
«Άντε πάλι σου 'φεξε».
«Τι λες μωρέ. Δε μου αρέσει καθόλου.»
«Γιατί σου αρέσει και κανένας;»
«Μπορεί.... Αχ αυτό το τραγούδι το γουστάρω πολύ», είπε και με έπιασε και από τα δυο τα χέρια, όπως πιάνουν αυτούς που βοηθούν να περπατήσουν για πρώτη φορά μετά από χρόνια.
Χορέψαμε. Ήταν ένα τραγούδι του 60. Ωραίο. Ανεξίτηλο. Αυτή χόρευε με χάρη κυματίζοντας τους καρπούς της κοντά στο κεφάλι και με κοιτούσε στα μάτια.
Την παρέσυρα λίγο παράμερα πίσω από μια κολόνα του μαγαζιού.
«Έλα να δοκιμάσουμε κάτι», της είπα και πήγα να τη φιλήσω. Γύρισε το κεφάλι.
«Δε θέλω. Όχι. Δε θέλω».

Ύστερα θυμάμαι να πίνω και να πίνω. Από την αρχή της βραδιάς είχα πάρει 3-4 τζιν με τόνικ. Είναι ωραίο καλοκαιρινό ποτό το τζιν με τόνικ. Ρώτησα τον μπάρμαν τι ώρα είναι. 5 μίση μου είπε.
«Την κάνω ρε», του είπα.
«Θα τα πούμε αύριο», μου απάντησε και μου έδωσε το χέρι του στον αέρα. Τον είχα συστήσει να τον πάρουν σε αυτή τη δουλειά και με κερνούσε.
«Όχι... Την κάνω... πάω απέναντι για καμιά βδομάδα. Αλλά θα ξαναγυρίσω».
«Αλήθεια;. Που θα πας ρε... Κάτσε εδώ».
«Ε... έβγαλα εισιτήριο».
Του άφησα ένα πεντάευρω. Δεν θα ήταν ούτε 20. Σωματώδης και όμορφος με διάφορα πίρσινκ στο πρόσωπο. Το πήρε και το έβαλε στο ταμείο. Με κοίταξε συγκαταβατικά, άπλωσε το χέρι του και μου έδωσε δυο φιλικές σφαλιαρίτσες στο μάγουλο.
«Μη τυχόν και δε ξανάρθεις μαλάκα μου», είπε και γύρισε πάλι σε μια υπέρ βαμμένη τριαντάρα με μαλλί κομμωτηρίου που μιλούσαν από πριν. Την παρατήρησα και αναρωτιόμουνα που το βρήκε το κομμωτήριο σε αυτό το απομονωμένο παραθαλάσσιο μέρος; Μπορεί να είχε καμιά φίλη κομμώτρια που ήρθαν μαζί, θα μένουν μάλλον στο ίδιο δωμάτιο και η άλλη θα έφερε όλα τα σύνεργα κομμωτικής, ή δε γαμιέται.
Η Μάρθα μιλούσε με τη φίλη της και είχε ένα φιλτράκι στην δεξιά άκρη των χειλιών ενώ με τα δάχτυλα της έσιαχνε τον καπνό μέσα στο τσιγαρόχαρτο. Την πλησίασα.
«Πάω σιγά- σιγά προς το κάμπινγκ».
«Κάτσε θα έρθω κι εγώ σε λίγο».
«Πρέπει να ξεστήσω σκηνές και τέτοια».
«Περίμενε πάμε μαζί».
«Την κάνω μωρέ», είπα και έφυγα.
Περπατούσα προς το κάμπινγκ και άκουσα τη φωνή της.
«Περίμενε!» Γύρισα και την είδα να τρέχει άτσαλα στην άμμο προς το μέρος μου. Οι περισσότερες γυναίκες όταν προσπαθούν να τρέξουν το κάνουν άτσαλα.
Περπατήσαμε μαζί. Ήταν η πρώτη φορά στις οκτώ μέρες που μέναμε εντελώς μονοί οι δυο μας.
«Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;» Την ρώτησα.
«Τι κάνω;»
«Αφού ρε γαμώτο μου πρέπει να είμαστε μαζί. Γιατί το κάνεις αυτό;»
Δεν απάντησε. Ούτε με κοίταξε. Παρατηρούσε κάτω τη νοτισμένη άμμο της παράλιας από την βραδινή δροσιά καθώς βούλιαζαν τα πόδια μας μέσα της σε κάθε βήμα.
«Δηλαδή ρε πούστη μου. Θέλουμε όλη μέρα να είμαστε μαζί. Καθόμαστε μιλάμε κάνουμε τα πάντα και τι... Γιατί αρνείσαι;»
«Δε θέλω», μου είπε άπλα. «Δε σε θέλω», συμπλήρωσε.
Δεν είχα τι να πω. Όταν στο λένε αυτό καίγεται η φύση σου.
«Θέλω πίσω το μπλουζάκι που σου έδωσα», της είπα απότομα.
Τα μάτια της φάνηκαν να βουρκώνουν.
Το μεσημέρι της είχα δώσει να φορέσει ένα μπλουζάκι μου και το βραδάκι της είπα να το κρατήσει για να με θυμάται.
Φτάσαμε στο κάμπινγκ.
Άρχισα να μαζεύω με απότομες κινήσεις την σκηνή. Αυτή κάθισε με σταυρωμένα τα χέρια σε ένα κούτσουρο και κοιτούσε.
«Τι έγινε με το μπλουζάκι;»
«Περίμενε θα στο φέρω», ψέλλισε ανάμεσα σε κάτι μικρούς λυγμούς και σηκώθηκε.
Είδα από απέναντι τον Λούη να έρχεται με μεθυσμένο βήμα.
«Έλα να με βοηθήσεις με τη σκηνή», του φώναξα.
«Τι φεύγεις ρε μαλακά;» Απάντησε κοιτώντας τη σκηνή και υπολογίζοντας πόσο δύσκολο θα ήταν να με βοηθήσει στο ξεστήσιμο τέτοια ώρα. «Άραξε. Που να τρέχεις τώρα;»
«Έλα βοήθα λίγο με τη σκηνή.»
«Ρε μαλακά . Θέλω να φάω μια λουκανόπιτα πρώτα. Ε; Να πάω να φάω μια λουκανόπιτα και μετά θα έρθω να σε βοηθήσω. Ε; Εντάξει;» Χαχάνισε και έφυγε παραπατώντας.
Είχα γίνει λέτσος από τη σκόνη που ήταν κολλημένη στο κάτω μέρος της σκηνής. Είδα την Μάρθα να ξανάρχεται με κοκκινισμένα μάτια
Μου έδωσε πίσω καλοδιπλωμένο το γαλάζιο μπλουζάκι μου. Πρώτη φορά το έβλεπα έτσι. Το πήρα και το πέταξα στη βαλίτσα. Κάθισε στο ίδιο κούτσουρο με πριν και άρχισε να κλαίει.
Έσπασα στα δυο. Μετά στα δυο εκατομμύρια.
Γονάτισα δίπλα της.
«Καλά κλαις; Μη κλαις.»
Της έπιασα τα μαγουλά με τις παλάμες και την χάιδεψα.
Πλησίασα το πρόσωπο μου και την φίλησα ελαφρά στα χείλη, δεν έφερε αντίρρηση αλλά ούτε γύρισε το φιλί μου. Σηκώθηκα και της ξανάδωσα το μπλουζακι. Το βλέμμα της έδειχνε ότι δεν ήταν αυτή η ίδια εκεί, σαν να έβλεπε τον εαυτό της από τρίτο πρόσωπο. Κράτησε αδύναμα το μπλουζάκι με κοιτούσε και συνέχιζε να κλαίει με λυγμούς.
Κατάφερα να διπλώσω, να τυλίξω και να ζουπιξω τη σκηνή μέσα στη μακρόστενη θήκη της. Ήταν μια θήκη από αυτές που είναι ειδικά κατασκευασμένες για να χάνεις το πλοίο.
«Πάω να δέσω τα πράγματα στο μηχανάκι».
Με ακολούθησε αμίλητη σαν μαριονέτα.
«Φεύγω», είπα.
Χαμογέλασε με κοκκινισμένα μάτια.
«Να με πάρεις τηλέφωνο. Στα γενέθλια μου την Τρίτη, καλά;»
«Καλά. Αλλά δε το έχω»
«Το έχεις. Στο έδωσα».
«Δεν μου το έδωσες».
«Στο έκρυψα κάπου». Χαμογέλασε μέσα από τα δακρυσμένα μάτια της.
«Κι αν δεν το βρω».
«Θα το βρεις σίγουρα».
«Σίγουρα ε; Στα τσιγάρα μου μήπως;»
«Ναι».
Αγκαλιαστήκαμε και την αποχαιρέτησα. Λίγο αργότερα είχα κοιτάξει μέσα στο πακέτο του καπνού και είχα βρει μια γωνίτσα από ένα αντικουνουπικό φιδάκι με το τηλέφωνο και το μέιλ της.

Δεν την πήρα τηλέφωνο στα γενέθλια της. Δεν είχα να διαθέσω λεφτά ούτε για ένα μήνυμα.
Τώρα μετά από δυο μήνες από εκείνο το Σάββατο μου έγραφε σε ένα καινούργιο μέιλ, πως μου είχε αφήσει ένα γράμμα κάτω από μια μεγάλη πέτρα δίπλα στο κούτσουρο που καθόταν με σκοπό να το διαβάσω όταν γυρίσω. Το γραμμα μάλλον θα το είχε φάει η γη όπως όλα.

«Το έχω αντιγράψει σε χαρτί. Θα στο στείλω μια από αυτές τις μέρες».
Πήρα το γράμμα σε μέιλ μετά από μερικές μέρες. Έγραφε ότι πέρασε υπέροχα μαζί μου και με όλη την παρέα, ότι της λείπω εγώ και όλα αυτά που κάναμε, μα περισσότερο αυτά που δε κάναμε. Ότι νιώθει μια πραγματική νοσταλγία για τα μέρη που δε πήγαμε, για αυτά που δεν συζητήσαμε, για τα φαγητά που δε μαγειρέψαμε, για το φιλί που ποτέ δεν δώσαμε και για τα αγγίγματα που ποτέ δεν ανταλλάξαμε.
Τα φιλί και τα αγγίγματα που δε ανταλλάξαμε... Από μακριά μια χαρά μπορούσε να μιλάει για αυτά. Είμαι σίγουρος ότι αν την είχα τώρα δίπλα μου, θα τα έπαιρνε όλα πάλι πίσω. Μου ξανάρθε στη μνήμη σαν πέτρα στο κεφάλι ο πόθος για το κορμί της. Όταν πραγματικά νιώθεις πόθο για ένα κορμί μοιάζει απόκοσμο. Νομίζεις πως το άγγιγμα του θα σε φέρει στα ουράνια να τυλίγεσαι μαζί του στα σύννεφα και ότι οι αισθήσεις σου θα είναι πολύ μικρές για να χωρέσουν τόση ηδονή. Και όλα αυτά τα νιώθεις μόνο για τα κορμιά των ανθρώπων που δε θα χαρείς ποτέ πάνω σου, και έτσι απλά συνεχίζεις να είσαι φτωχός.


ΠΑΤΑ ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ 5) Ο Αλέκος!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου